Γράφει ο Κωνσταντίνος Βολάκης
Διήγημα
Το υπόλοιπο, έδειξε η οθόνη του ΑΤΜ, ήταν τριάντα δυο και είκοσι επτά.
Μ’ ένα σφίξιμο στο στομάχι έβγαλε απ’ το μηχάνημα τα τριάντα.
Τα δίπλωσε προσεκτικά μαζί με τα δυο εικοσάρικα και το πενηντάρικο που είχε, βάζοντάς τα στο μικρό πορτοφολάκι. Με ασταθές βήμα, συλλογισμένη, κατηφόρισε διασχίζοντας την πλατεία για την στάση του λεωφορείου.
Αυτά, ήταν όλα της τα χρήματα για να περάσει μέχρι την επόμενη σύνταξη και ήθελε ακόμη δώδεκα ημέρες.
Στην τζαμαρία μιας βιτρίνας, σταμάτησε και καθρεπτίστηκε για λίγο.
Το κρύσταλλο του μαγαζιού στον πρωινό ήλιο αντανακλούσε την φιγούρα μιας ώριμης γυναίκας, μ’ ένα περασμένης μόδας παλτό, που σκέπαζε ένα σώμα αρκετά καλοδιατηρημένο, με γκρίζα αχτένιστα μαλλιά κι ένα πρόσωπο αφημένο να γεράσει πρόωρα, με όμορφα καστανά και σε κάποιες περασμένες εποχές, λαμπερά μάτια.
Έσιαξε με τα χέρια τα μαλλιά της και μ’ ένα παλιό κραγιόν ξεχασμένο στον πάτο της τσάντας, έβαψε τα χείλη της, βάζοντας και λίγο στα μαγουλά της να καλύψει την χλομάδα.
«Τα μαλλιά μου θέλουν βάψιμο και χτένισμα… »
Το αποτέλεσμα της βελτίωσης, ήταν απογοητευτικό και ελάχιστο.
Το μουρμούρισμα και η συζήτηση με τον εαυτό της ήταν αποτέλεσμα της μοναξιάς και της είχε γίνει συνήθεια, μετά τον θάνατο του άντρα της.
Ευτυχώς, η ασθένεια που τον βρήκε διακόπηκε γρήγορα απ’ τον θάνατό του.
Μπορεί ν’ ακούγεται για έναν που δεν ξέρει λίγο -βαρύ- αλλά ακόμη στα αυτιά της, άκουγε τα πνιγμένα βογκητά του και τα κάποτε ζωηρά μάτια του να την κοιτάνε θολά και ικετευτικά.
Ήταν τραγικό να βλέπει το δυνατό άντρα που αγάπησε, παντρεύτηκε και έζησε μαζί του, να λιώνει καθημερινά.
Αυτός, έφυγε πριν δώδεκα χρόνια και της απόμεινε το δυαράκι στο Γαλάτσι και η μικρή σύνταξη του.
Βλέπεις τα μεροκάματα της οικοδομής ήταν λίγα τα τελευταία χρόνια και ακόμη λιγότερα τα ένσημα.
Παιδιά, δεν είχαν αποκτήσει. Υπήρξε ένα πρόβλημα, που η διάγνωσή του, χρυσοπληρώθηκε στους γυναικολόγους.
Τα έφερνε δύσκολα αλλά και πάλι έλεγε «καλά είμαι δόξα τω Θεώ» όταν έβλεπε τόση πολλή δυστυχία δίπλα της.Είχε καταφέρει να φτιάξει μια μικρή ζωή όμορφα οργανωμένη, με δύο τρεις φίλες που ανταλλάσανε συχνά επισκέψεις, μικρές βόλτες, ή καμιά διάλεξη ή παράσταση σε θέατρο, επιλεγμένες εκπομπές στην τηλεόραση και πολύ διάβασμα από τα διάφορα βιβλία των εφημερίδων, που της έδινε η συγκάτοικος του τρίτου και φυσικά πάντα παρέα με τον χαδιάρη γάτο της τον -Μπρέζνιεφ-, όπως τον είχε ονομάσει ο συνταξιούχος αστυφύλακας γείτονάς της, που της τον χάρισε.
Το Πάσχα και τα καλοκαίρια τα περνούσε στην κουμπάρα της, χήρα καπετάνιου, την Ευγενία από το Αίγιο, που την περίμενε πως και πως, μιας κι αυτή ζούσε μονάχη.
Και τώρα ξαφνικά, της προέκυψε αυτή η πρόσκληση για συνάντηση με τρεις παλιές της συμμαθήτριες που ξαναβρέθηκαν τυχαία στο διαδίκτυο.
Μοιράζονταν καλημέρες και καλησπέρες, παλιές φωτογραφίες, ευχές σε γιορτές και γενέθλια και πολλές ξεχασμένες αναμνήσεις μέχρι που η Παπαπέτρου η συνονόματη με την κινηματογραφική συμμαθήτρια της Βουγιουκλάκη απ’ την ταινία «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο», έριξε την ιδέα να συναντηθούν για να φάνε παρέα στην Φιλοθέη και μετά να πάνε για καφέ στην Κηφισιά.
Όταν καταλάγιασε ο πρώτος ενθουσιασμός αισθάνθηκε ένα κενό και μια δυσφορία σαν κάτι να την απειλούσε.
Οι μπλε ποδιές και τα βαριά ξύλινα θρανία με το αυλάκι στο πάνω μέρος που στηρίζανε τις γόμες, τα μολύβια και τα κοριτσίστικα γέλια, τα είχε εξαφανίσει ανεπίστρεπτα το αδηφάγο γρανάζι του χρόνου.
Όλες οι παλιές συμμαθήτριες είχαν δημιουργήσει μια ζωή, που απ’ ότι είχε καταλάβει ήταν διαφορετική και τουλάχιστον οικονομικά καλύτερη από την δική της.
Η μια ήταν παντρεμένη με έναν οδοντίατρο, η άλλη με ανώτερο τραπεζικό στέλεχος, η τρίτη με με ιδιοκτήτη γνωστού εμπορικού καταστήματος στην οδό Ερμού και καμάρωνε συνεχώς για τον εραστή της, ένα νεαρό επαρχιώτη, υπάλληλο του συζύγου της.
Τα ορμητικά ρυάκια της ζωής είχαν σκάψει νέους δρόμους χωρίζοντας τα παλιά ανέμελα κοριτσόπουλα του γυμνασίου. Τίποτα μαζί τους δεν την έδενε, τίποτα τώρα δεν ήταν όπως τότε.
Αγαπούσε την δική της την ζωή, δεν της αντιστεκόταν, την απολάμβανε και δεν ήθελε να την αλλάξει.
Πηγαίνοντας για την στάση τα βήματα της μίκρυναν και ο βηματισμός έγινε πιο αργός.
Το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά της. Το άφησε να φύγει. Κάθισε στο παγκάκι της στάσης και τηλεφώνησε, ξεφουρνίζοντας μια δικαιολογία για κάτι έκτακτο που της έτυχε και δεν θα πήγαινε. Κλείνοντας το τηλέφωνο, ένιωσε ανακούφιση