Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

Φλώρας Γουγουλιά: «Η γυναίκα και το παραπανίσιο παιδί»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Βολάκης 

Αγαπητοί φίλοι και φίλες της στήλης -Σελίδες Λογοτεχνίας- της εφημερίδας «Χιακός Λαός».

Θέλω να σας ευχαριστήσω για την αγάπη που δείξατε, στην προσπάθεια που ξεκίνησα πριν περίπου τρεισήμισι χρόνια με την ευγενική συγκατάθεση του διευθυντή της,  κυρίου Παπαγιαννάκη Σταύρου και της κυρίας Μαραντώνη Δέσποινας. Σε αυτή τη στήλη που είχα την χαρά και την τιμή να δημιουργήσω, προβλήθηκε η εργασία  πολλών νέων  λογοτεχνών και όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, ο χρόνος και ο αξιότιμος εκδότης, θα συνεχίσω να το κάνω δίνοντάς τους, το πολύτιμα απαραίτητο βήμα έκφρασης. Οι παλαιοί λογοτέχνες έχουν επαρκώς διαβαστεί και θα συνεχίσουν να διαβάζονται στα χρόνια που έρχονται και σίγουρα, έχουν βρει το λογοτεχνικό δρόμο της καρδιάς μας. Συζητήσαμε κατά καιρούς, για θέματα λογοτεχνίας απλά και φιλικά, χωρίς τον τυποποιημένο δασκαλίστικο τρόπο με κανόνες γιατί οι αναγνώστες, είναι διαφορετικής μόρφωσης και ιδιοσυγκρασίας, διαφορετικής ηλικίας και η λογοτεχνία, απέραντη σαν την ανθρώπινη σκέψη, με σύνορα δυσδιάκριτα και ελεύθερα μεταβαλλόμενα. Θέλω να ευχαριστήσω, όλες και όλους τους εργαζόμενους- εργαζόμενες στην εφημερίδα με κάθε τρόπο και ιδιαίτερα τις δημοσιογράφους, δεσποινίδες, Μαρία Κάργα και Ραφαέλα Βατάκη  για την προβολή της στήλης, καθώς και την κυρία Στέλλα  Γεωργαλά για την όμορφη παρουσίαση.  

Αγαπητοί αναγνώστριες και αναγνώστες, με πραγματική εκτίμηση από καρδιάς, σας ευχαριστώ.


Σελίδες Λογοτεχνίας 

Η Ερασμία ήταν χήρα προσφυγοπούλα, όταν έφτασε με το τσούρμο των καταδιωγμένων, στην Πελοπόννησο με τις πολλές ελιές και τα πορτοκαλοπερίβολα. Με τα χίλια ζόρια μπόρεσε να πάρει έναν προσφυγικό κλήρο, ένα μικρό πλινθόκτιστο σπιτάκι με έναν μικρό μπαξέ. Χόρτασε φτώχια και δουλειά… Πότε στα μεροκάματα  και πότε υπηρέτρια σε κανένα πλουσιόσπιτο τα έφερνε βόλτα μέχρι που λίγο πριν πατήσει τα σαράντα της προξένεψε  μια μεγαλοκυρά  τον Παντελή, καλόν άνθρωπο, μεροκαματιάρη  πρόσφυγα… Τι να έκανε… μοίρα στον ήλιο δεν είχε… Ότι και να ήτανε ο γαμπρός θα είχε έναν προστάτη…

Υπομονή ήξερε να κάνει αφού  ο συχωρεμένος άντρας της φιλάσθενος και  μπεκρής ήτανε. Έπινε κι όταν γύριζε στο σπίτι την έδερνε. Το πρωί την έβλεπε πρησμένη και μελανιασμένη…

Καταλάβαινε τι είχε κάνει… ντρεπόταν… μισούσε τον εαυτό του και το κακό του χούι… Την  έπαιρνε στην αγκαλιά του κι έκλαιγε σαν το μωρό παιδί.  Την  χάιδευε κι έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα πάνω στο γερτό κεφάλι που κρατούσε πάνω στα γόνατά του. Της έδινε τα φιλιά της μετάνοιας κι ανακατεύονταν τα σπασμένα λόγια της συγνώμης με το αλμυρό νερό των ματιών του που κυλούσε από το σβέρκο ως τη ραχοκοκαλιά της. Μέχρι να έρθει η επόμενη φορά που θα γέμιζε το ποτήρι και θα ξανάκανε τα ίδια.

  Ένα χειμωνιάτικο βράδυ  είχε γυρίσει σκνίπα στο μεθύσι. Γυάλιζε το μπούζι στο φως του Γεναριάτικου φεγγαριού και το στόμα του ήτανε σαν ένα φουγάρο που σε κάθε του βήμα έβγαζε σύννεφα άσπρο καπνό την ανάσα του που πάγωνε. Τα πόδια του τον οδηγούσαν, σαν σκυλιά που ξέρανε τον δρόμο, προς την πόρτα του σκοτεινού σπιτιού. Η καρδιά του όμως τον καθήλωνε εκεί… στο κεφαλόσκαλο… Έβγαλε το σακάκι του και το  ‘κανε προσκέφαλο, ακούμπησε την πλάτη του στο ξύλο της πόρτας σα να ήθελε κάποιος, να τον πάρει αγκαλιά… να τον νανουρίσει… Άνοιξε διάπλατα το πουκάμισο, να χορτάσει το στήθος αέρα και  ταξίδεψε το βλέμμα του στο απέραντο του ουρανού.  Δεν είχε καλοφέξει η μέρα όταν τον βρήκε η Ερασμία πεθαμένο από το κρύο μ’ ένα παγωμένο  αχνό, σαν ομίχλη χαμόγελο, στα μελανιασμένα του χείλια…  Δυο κρύσταλλα παγωμένα πάνω στα βλέφαρα…

 Όταν  τα θυμότανε όλα αυτά  πονούσε το κορμί κι η  ψυχή της, σαν να τα ζούσε εκείνη την ώρα…

Όμως η ζωή ήταν μπροστά και περίμενε μια απάντηση.

Το βασάνισε  από δω, το σκέφτηκε από κει, το πήρε απόφαση.  Δέχτηκε το προξενιό κι είπε στην κυρά να πει στο γαμπρό ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, ήτανε  στείρα κι αν ακόμα την ήθελε να κανόνιζαν το γάμο.

_ Την  θέλω  είπε  ο Παντελής, κι ας ήτανε μικρότερός της…

Παντρεύτηκαν  στην μπροστινή κάμαρα του μικρού  σπιτιού και μοιράστηκαν ψωμί και κρεβάτι.

Της άρεσε ο Παντελής από την πρώτη ώρα. Κιμπάρης  άντρας με το μουστάκι του περιποιημένο, με μέτριο μπόι και στητό κορμί, της είχε σκλαβώσει την καρδιά με την πρώτη ματιά που περπάτησε  στα μελιά μάτια του. Κρεμότανε από  τα κόκκινα χείλη του όταν  άρχιζαν υγρά ακόμα από την τελευταία γουλιά του κρασιού  να σέρνουν έναν αμανέ  που τους γύριζε και τους δυο πίσω, στα αγαπημένα χώματα. Τα χέρια του ζεστά επιθυμούσαν το κορμί της κι είχε μια ντροπαλοσύνη και μια γλύκα  κάθε αντάμωμά τους στην σκοτεινή κάμαρα, όταν το στόμα του έσμιγε με το δικό της  και τότε ένοιωθε κι αυτή σαν να ‘πινε το ίδιο κρασί που είχε γευτεί ο ίδιος λίγη ώρα πριν, και  να  μεθάει διπλά.

 Κακιά κουβέντα και βρισιά δεν είχε ακούσει ποτέ απ’ αυτό το στόμα ούτε το χέρι του είχε απλώσει ποτέ πάνω της ο Παντελής που  είχε τέτοιο «ρέγουλο» στο κρασί που να μην τον κάνει «παλιάνθρωπο» όπως  έλεγε.

Μια Κυριακή, μόλις που είχε πάρει να σουρουπώνει, ο Παντελής είχε βάλει το καθαρό Κυριακάτικο πουκάμισο και τα φρεσκογυαλισμένα παπούτσια, να πάει στον καφενέ της πλατείας κι η Ερασμία είχε δροσίσει τα βασιλικά και καθότανε στο κεφαλόσκαλο καθαρίζοντας τα φασολάκια που είχε μαζέψει από το μπαξέ. Μια  ψηλή κι αδύνατη  γυναίκα με σκούρα ρούχα πέρασε την κοντή ξύλινη πορτούλα του φράχτη. Μόλις είδε την Ερασμία στο κεφαλόσκαλο κοντοστάθηκε και τη ρώτησε ξερά :

_ Του λόγου σου είσαι η Ερασμία;

_ Ναι εγώ είμαι… τι σε φέρνει στα μέρη μας;… δεν σε ξέρω, ποια είσαι; Ρώτησε η Ερασμία με τη χαρακτηριστική της σπαστή προφορά.

_ Από την Πάνω Παναγιά είμαι.  Η Χρυσούλα η γυναίκα του Δημητρού του Μπλάτσου.  Πάμε μέσα στην κάμαρα θέλω να σου πω…

 Έκανε  στην άκρη την κατσαρόλα με τα φασολάκια και της άνοιξε δρόμο να περάσει. Μέσα στο ημίφως της κάμαρας τα μαύρα στρογγυλά μάτια της ξένης γυάλιζαν παράξενα σαν ζώου που παραμονεύει. Σταμάτησε μπροστά στο ξύλινο τετράγωνο τραπέζι με το χοντρό  τραπεζομάντιλο έτσι που o ντορβάς της ακουμπούσε πάνω του και την αλάφρωνε από το βαρύ περιεχόμενο του.

_ Κάτσε κυρά Χρυσούλα να σου βγάλω ένα νερό;…

_ Δεν έχω ώρα για χασομέρια… Άκου… έμαθα πως εσύ κι ο άντρας σου δεν κάνετε παιδιά… θέλεις να πάρεις ένα;

_ Δεν με ευλόγησε  ο θεός κυρά Χρυσούλα… αλλά πώς να πάρω… τι είναι το παιδί πράμα και θα το πάρω; Από πού, πως;

_ Έχω έξι παιδιά και το ψωμί είναι λίγο… ένα πρέπει  να  το δώσω, να λιγοστέψουνε τα στόματα, να ζήσουμε εγώ κι ο άντρας μου και τ’ άλλα μαζί.

_ Τι μου λες κυρά μου… να σ’ αγοράσω ένα παιδί; Πουλιούνται οι ανθρώποι;

_ Δε θέλω παράδες… την έκοψε απότομα. Έτσι θα στο δώσω… κι εγώ ψυχικό θα σου κάνω που δεν μπορείς να πιάσεις παιδί κι εσύ θα σώσεις μια ψυχή. Τα ‘ πάμε με το Δημητρό  και θέλουμε να δώσουμε το παραπανίσιο μας , το δεύτερο κορίτσι, την Τασούλα… Κοντεύει τα  πέντε κι είναι γερό. Σαν θα γυρίσει ο κυρ-Παντελής πες  του το και την άλλη Κυριακή θα ‘ρθω να πάρω απόκριση.

Τράβηξε το  ντορβά  με φούρια  παρασέρνοντας και το τραπεζομάντιλο.  Με δυο μεγάλα βήματα είχε βγει κιόλας από την αυλόπορτα στο δρόμο.

Η Ερασμία έκλεισε πίσω της την πόρτα κι έκατσε στη άκρη του σιδερένιου κρεβατιού  περιμένοντας τον Παντελή μες στο μισοσκόταδο.

Ήταν περασμένη η ώρα όταν έσπρωξε την ξύλινη πόρτα ο Παντελής ελαφροπατώντας για να μην την ξυπνήσει και τη βρήκε στην ίδια θέση, με σταυρωμένα τα χέρια πάνω στα γόνατα να κάνει κύκλους με τους αντίχειρες, όπως κάθε φορά που ήτανε μπερδεμένη κι αναποφάσιστη. Το φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού έμπαινε από τον μισοτραβηγμένο μπερντέ και φώτιζε την μικροκαμωμένη σιλουέτα της.

_ Τι κάνεις Ερασμί τέτοια ώρα… γιατί δεν έπεσες; Την ρώτησε κάνοντας όσο πιο σταθερή μπορούσε τη φωνή του γιατί είχε πιει κάνα δυο ποτηράκια και δεν το σήκωνε.

_ Ρίξε λίγο νερό στα μούτρα σου Παντελή κι έλα να σου πω, του είπε  μόλις τον κατάλαβε. Εκείνος χωρίς δεύτερη κουβέντα πήγε στο διπλανό δωμάτιο κι έκανε ότι του είπε. Γύρισε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι. Με μια ανάσα του είπε για την απρόσμενη μουσαφίρισσα και αυτά που της είχε πει.

_ Τι θα κάνουμε Παντελή; Τον ρώτησε σαν να περίμενε απ’ αυτόν  να την σώσει…

_ Ρώτα την ψυχή σου Ερασμί… ότι και να σου πει να την ακούσεις… Με παιδί και χωρίς παιδί είσαι η γυναίκα μου… Πλάγιασε τώρα κι αύριο που θα ξημερώσει ο Μεγάλος καινούριο φως και θα βλέπουνε και τα δικά μου μάτια πιο καθαρά θα τα πούμε… Την έσπρωξε ελαφρά και πλάγιασαν με τα ρούχα δίχως να πουν άλλη κουβέντα μέχρι που τους πήρε ο ύπνος.

Την άλλη μέρα εκείνος έφυγε πολύ νωρίς γιατί δούλευε σ’ ένα  διπλανό χωριό και δεν τον είδε. Και τις επόμενες μέρες περίμενε κάτι να της πει, αλλά πέρα από τα καθημερινά τίποτα… λες και δεν ήξερε, λες κι όσα της είχε πει εκείνο το βράδυ ήτανε λόγια του κρασιού κι όχι δικά του. Μέσα στο μυαλό της οι σκέψεις βράζανε και στη ψυχή της τα συναισθήματα εναλλάσσονταν. Από τη μια η λαχτάρα της να σφίξει στην αγκαλιά της ένα παιδί, να το μεγαλώσει, να του μάθει τη ζωή κι απ ‘ την  άλλη ένας μεγάλος φόβος μήπως δεν ήταν άξια για  κάτι τέτοιο και γι’ αυτό ο Θεός δεν της το ‘δωσε… Αλλά  τι σόι δίκαιος και σοφός θεός είναι αυτός που το ‘δωσε στην άλλη  που το λογαριάζει παραπανίσιο και θέλει να το ξεφορτωθεί…

 Οι μέρες  περνούσαν… κοντοζύγωνε η Κυριακή. Το πήρε απόφαση.. Θα το κρατούσε.. ότι και να  ‘τανε σίγουρα θα ήτανε καλλίτερη μάνα από την άλλη.

Το απόγεμα γύρισε ο Παντελής από τη δουλειά ταλαιπωρημένος και κάθιδρος. Πλύθηκε έξω στην τρόμπα με άφθονο νερό, φόρεσε καθαρή φανέλα  κι έκατσε σε έναν ίσκιο πίσω στο μπαξέ περιμένοντας να φέρει η Ερασμία τους καφέδες τους όπως συνήθιζαν. Εκείνη απόθεσε τα φλιτζανάκια  από λεπτή πορσελάνη με την ξεθωριασμένη χρυσή ρίγα κι έριξε μέσα το πηχτό περιεχόμενο του μπακιρένιου μπρικιού.

Δεν είχε προλάβει να ακουμπήσει το φλιτζάνι στα χείλη του ο Παντελής όταν του είπε δυνατά και ξεκάθαρα:

_  Θα το πάρω… θα  το κρατήσω…

_ Το θέλω κι εγώ Ερασμί… να γεμίσει  το σπίτι μας, να γεμίσει η αγκαλιά σου, να μας κλείσει κάποιος τα μάτια..

Έτσι συνεννοήθηκαν, σαν να μην είχε κοπεί ποτέ η αρχική κουβέντα στη μέση… σαν να μην είχαν περάσει μέρες σιωπής.

Ξημέρωσε το φως της Κυριακής λαμπρό μέσα στα μάτια της Ερασμίας, καθώς ξεπροβόδιζε τον Παντελή που έφευγε σφυρίζοντας για τον καφενέ.

 Η ξύλινη σιλουέτα της Χρυσούλας  φάνηκε κάποια στιγμή στην ολάνοιχτη πόρτα του σπιτιού, η σκιά της έπεσε πάνω στην καρέκλα που καθότανε η  Ερασμία και την περίμενε. Εκείνη παραμέρισε την καρέκλα  και με ήρεμες κινήσεις έσπρωξε ελαφρά την γυναίκα πιο μέσα στο δωμάτιο κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια…

_ Θα το πάρω το κορίτσι… το θέλω κι εγώ κι ο άντρας μου

_ Μεθαύριο θα κατέβουμε στο παζάρι.. θα πουλήσουμε και σα  τελειώσουμε θα στη φέρω..  θα της πω ότι θα την αφήσω  εδώ και θα πάω στη θειά τη Βασίλω να μου δώσει ένα γύρεμα και θα γυρίσω να την πάρω. Να… πάρε και τα ρούχα της… Απόθεσε ένα σκούρο ταγάρι  δίπλα στην πόρτα.

_ Πάρ ΄το  κυρά  Χρυσούλα… Το κορίτσι θα το πάρω με τα ρούχα που φοράει.

_ Θα ‘ρχομαι να την βλέπω… είπε κι έφυγε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗ

Από τη στιγμή της γέννησής του, λόγω της μυθικής οδικής συμπεριφοράς του που ανέτρεπε όλα όσα ξέραμε στο κλείσιμο του περασμένου αιώνα, το Ford...

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Αθήνα έχει μπει πλέον σε metal ρυθμούς, καθώς μετράμε αντίστροφα για την συναυλία των Rammstein στις 30 Μαΐου στο Ολυμπιακό Στάδιο και η...

ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗ

Ο Γιόσεφ Καμπάν θα έχει συγκεκριμένη ευθύνη για την ανάπτυξη της παγκόσμιας σχεδιαστικής γλώσσας των μοντέλων της MG και έρχεται να ενταχθεί στην εταιρεία...

ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗ

Το Ford Puma με τη κορυφαία άνεση και πρακτικότητα, σε συνδυασμό με τους μεγάλους χώρους για πέντε επιβάτες και τις αποσκευές τους, έχει δικαίως...

Advertisement