Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

Υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και οι ψυχολογικές διαστάσεις της διαδικασίας

Γράφει η Ελένη Τσατσαρώνη-Νικολούδη*

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, υγεία νοείται η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας. Με βάση  τα επιδημιολογικά στοιχεία,οι άνθρωποι οι οποίοι αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογονιμότητας, παγκοσμίως, ανέρχονται στα ογδόντα  εκατομμύρια. Εκτιμάται ότι ένα στα έξι ζευγάρια των δυτικών κοινωνιών αντιμετωπίζουν κάποιου είδους υπογονιμότητα, έως έναν βαθμό, στη ζωήτους.

Η υπογονιμότητα, δηλαδή, η αποτυχία σύλληψης, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και έπειτα από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τα οποία ορίζονται από τον Π.Ο.Υ., διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή. Στην πρωτοπαθή υπογονιμότητα δεν έχει επιτευχθεί σύλληψη στο παρελθόν, ενώ στην δευτεροπαθή έχει επιτευχθεί σύλληψη. Η υπογονιμότητα έρχεται σε αντίθεση με την στειρότητα που είναι η απόλυτη αδυναμία σύλληψης. 

Σύμφωνα με έρευνες, η υπογονιμότητα χαρακτηρίζεται ως πολυπαραγοντικό πρόβλημα, που απορρέει από ποικίλα αίτια: γενετικά ή διάφορους άλλους παράγοντες (περιβαλλοντικούς, διατροφικούς, σύγχρονος τρόπος ζωής, αναβολή της τεκνοποίησης κ.ά.). Σε γενικές γραμμές η διάγνωση και η θεραπεία της υπογονιμότητας απαιτεί από το ζευγάρι αποθέματα σωματικού και συναισθηματικού σθένους, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές, που η διαδικασία προκαλεί διαπροσωπικές εντάσεις και δυσφορία στη σχέση του ζευγαριού (Lowdermilketal, 2010).

Η ιστορία της εξωσωματικής γονιμοποίησης χρονολογείται από το 1890, όταν ο καθηγητής WalterHeape, στοΠανεπιστήμιο τουCambridgeπραγματοποίησε μια έρευνα σχετική με την αναπαραγωγή διαφόρων ειδών και με τη μεταμόσχευση εμβρύου στα κουνέλια πολύ πριν τη εφαρμογή της στον άνθρωπο (Biggers, 1991). Το πρώτο παιδί με τη μέθοδο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής γεννήθηκε από τη Louise Brown, το 1978 στο Γενικό Νοσοκομείο του Oldham, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Robert G. Edwards, ο οποίος ανέπτυξε τη θεραπεία, βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής, το 2010. 

Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν καταγραφεί περισσότερες από 1.500.000 γεννήσεις με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας, παγκοσμίως. Σύμφωνα με την Assisted Conception Taskforce (ACT), 90.000.000 ζευγάρια παγκοσμίως αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα στην απόκτηση παιδιού. Τα 77.000.000 ζευγάρια από αυτά, δηλαδή το 85% δεν θα αναζητήσουν ποτέ βοήθεια για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. 13.000.000 ζευγάρια θα αναζητήσουν ιατρική βοήθεια και ολοκληρωμένη επιστημονική ενημέρωση και το 42% των ζευγαριών (5.460.000) θα αποφασίσουν να προβούν σε θεραπεία. Στην Ελλάδα σύμφωνα με την ACT Hellas, υπολογίζεται ότι υπάρχουν 300.000 υπογόνιμα ζευγάρια. 

Έρευνα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Κοπεγχάγης διαπιστώνει, ότι πάνω από το 50% των υπογόνιμων ζευγαριών (σε δείγμα είκοσι χιλιάδων), είχαν κάνει παιδί μετά από τα δύο χρόνια, το 65% μετά από τρία χρόνια, ενώ το 71% μετά από πέντε χρόνια.  Κατά τη διάρκεια μιας εξωσωματικής γονιμοποίησης το ζευγάρι υποβάλλεται σε μια συναισθηματική πίεση και κατάσταση που τους προκαλεί δυσφορία, άγχος και εντάσεις. Ο ρόλος του νοσηλευτή είναι καταλυτικός για τη διαχείριση της φροντίδας τους (Lowdermilk & Shannon, 2013), όπως και του θεράποντος ιατρού. Επίσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι κοινωνικοπολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, ώστε να υπάρχει μια ευρύτερη εικόνα του ζεύγους, για να μπορούν να τους δοθούν οδηγίες, χωρίςνα προσβάλλεται οποιαδήποτε φιλοσοφία και στάση ζωής του ζευγαριού (Paterno, 2008). 

Η έκταση των ψυχολογικών και συναισθηματικών συνεπειών που αντιμετωπίζουν τα άτομα, όταν οι προσδοκίες, οι αξίες και τα πιστεύω τους δοκιμάζονται, καθιστούν δύσκολη την επίτευξη της αναπαραγωγής. Η επιθυμία απόκτησης παιδιών είναι περίπλοκη, καθώς εμπλέκει μια σειρά συνειδητών και ασυνείδητων κινήτρων που ωθούν τους ανθρώπους να αναπαράγονται, και κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες, όπως για παράδειγμα στη διάρκεια πολέμων ή λοιμών. 

Σημαντικό στοιχείο στην επιθυμία απόκτησης παιδιών αποτελεί, η προσαρμογή στα πρότυπα των κοινωνικών και οικογενειακών αντιλήψεων. Για τους περισσότερους άνδρες και γυναίκες, η γέννηση ενός παιδιού αντικατοπτρίζει την αντίληψη για τη θηλυκότητα και την αρρενωπότητα και την ταυτότητα του φύλου τους. Ενώ μια μικρή μειοψηφία επιλέγει την ατεκνία, η εμπειρία της μητρότητας και της πατρότητας στις περισσότερες κοινωνίες αποτελεί ένα κεντρικό αναπτυξιακό ορόσημο και σηματοδοτεί την ανάπτυξη, την ενηλικίωση και την δυνατότητα του ατόμου να είναι σαν τους άλλους. Σε πολλές εθνογραφικές μελέτες, η (ακούσια και εκούσια) ατεκνία συνοδεύεται από στίγμα. Οι Benedek και Bibring περιέγραψαν πως με την κύηση το άτομο εισέρχεται σε μια νέα αναπτυξιακή φάση-στάδιο και ότι η στέρηση της ευκαιρίας για απόκτηση παιδιού, λόγω της υπογονιμότητας, οδηγεί το ζευγάρι σε ένα είδος στασιμότητας.

Η υπογονιμότητα, στην αρχή, μπορεί να βιώνεται ως έκπληξη, αφού, συνήθως, η κύηση θεωρείται ως δεδομένο. Απροσδόκητη, απρόσδεκτη αλλαγή, αποτυχία, αγχογόνος κατάσταση, δύσκολη, οδυνηρή διαδικασία, η οποία επηρεάζει την ποιότητα της σχέσης του ζευγαριού και επιβαρύνει, οριζόντια και κάθετα, την συναισθηματική, την κοινωνική, την επαγγελματική ζωή του ζευγαριού.

Οι ψυχολογικές αντιδράσεις του κάθε φύλου απέναντι σε προβλήματα υπογονιμότητας, διαφέρουν. Σε γενικές γραμμές φαίνεται, πως οι γυναίκες βιώνουν μεγαλύτερη ψυχολογική πίεση από τους άντρες, όταν το ζευγάρι αντιμετωπίζει πρόβλημα υπογονιμότητας.  Σημαντικές παράμμετροι είναι το πολιτισμικό, το νομικό πλαίσιο, οι θρησκευτικές και προσωπικές πεποιθήσεις των ζευγαριών. Υπάρχουν μελέτες, οι οποίες δείχνουν,  ότι η ψυχολογική επιβάρυνση, που αισθάνεται μία γυναίκα, όταν το ζευγάρι αντιμετωπίζει πρόβλημα υπογονιμότητας είναι ανάλογη με αυτή, που αισθάνεται μια γυναίκα, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα υγείας, όπως ο καρκίνος, η υπέρταση ή η ανάρρωση μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου(Μπρούμου, 2011)ή με την απώλεια ενός μέλους της οικογένειας (στάδια του πένθους). Συχνά, η γυναίκα νιώθει υπεύθυνη-ένοχη για το ότι δεν μπορεί να τεκνοποιήσει, βιώνοντας συναισθήματα ανεπάρκειας και αποτυχίας. Μπορεί να βιώνει θλίψη, θυμό, φόβο, αλλά και άγχος για την έκβαση της σχέσης της με τον σύντροφό της. Συχνά, μπορεί να νιώθει πως δεν έχει τον έλεγχο της κατάστασης και είναι πιο επιρρεπής στην εκδήλωση συμπτωμάτων κατάθλιψης.

Ορισμένες έρευνες αναφέρουν ότι οι ψυχολογικές επιπτώσεις στους άνδρες δεν είναι ίδιες με εκείνες στις γυναίκες. Η ψυχολογική επίπτωση της υπογονιμότητας στον άνδρα εξαρτάται και από το αν το οργανικό αίτιο της υπογονιμότητας έχει αποδοθεί στον ανδρικό ή στον γυναικείο παράγοντα. Όταν το πρόβλημα έχει αποδοθεί στον γυναικείο παράγοντα, οι άνδρες δεν φαίνεται να βιώνουν το ίδιο ψυχολογικό βάρος, που αισθάνονται οι γυναίκες. Αντίθετα, όταν το οργανικό πρόβλημα αποδίδεται στον άνδρα, οι ψυχολογικές αντιδράσεις του προσομοιάζουν τις ανάλογες αντιδράσεις της γυναίκας (Μπρούμου, 2011). Τόσο οι άνδρες, όσο και οι γυναίκες παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα καταθλιπτικής διάθεσης πριν από την έναρξη της θεραπείας, τα όποια αυξάνονται όλο και περισσότερο στην πορεία, αν και οι γυναίκες διακατέχονται, κατά τη διάρκεια αυτή, από υψηλότερα επίπεδα αγωνίας και φόβου. Υπάρχουν διάφορες μελέτες, που έχουν διερευνήσει το φαινόμενο αυτό και κατέγραψαν ποσοστά κατάθλιψης μεταξύ των υπογόνιμων ζευγαριών, τα οποία κυμαίνονται από 15% έως και 54% (Ying, Wu, & Loke, 2016).

Το πρόβλημα της υπογονιμότητας, οδηγεί συχνά σε απώλεια της αυτοεκτίμησης, διαταράσσει την σχέση του ατόμου με το σώμα του, επηρεάζει τη σεξουαλική ζωή. Συχνά, οδηγεί το ζευγάρι σε απόσυρση από την κοινωνική ζωή και η παροχή ψυχολογικής στήριξης από ειδικούς ψυχικής υγείας δεν πρέπει να αποκλείεται ως επιλογή (Λυγνός, 2014). Αξίζει να σημειωθεί, ότι αυτό που εντείνει την ανησυχία στις γυναίκες δεν είναι τόσο η βίωση μίας αγχώδους και επίπονης δοκιμασίας, όσο ο φόβος της αποτυχίας απόκτησης ενός παιδιού. Αντιθέτως, οι άντρες ανησυχούν για την υγεία των συντρόφων τους, καθώς,επίσης, και για τη διατήρηση της μεταξύ τους σχέσης περισσότερο από ένα αρνητικό αποτέλεσμα (Schalleretal, 2016).

Πράγματι, πρόκειται για μια απαιτητική και δύσκολη δοκιμασία, μια περίοδοκρίσης, σε προσωπικό επίπεδο, κοινωνικό, οικογενειακό. Οι κρίσεις, όμως, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ευκαιρίες για επαναπροσδιορισμό  και εξέλιξη. Με την επιστημονική στήριξη σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και τη βοήθεια, αν χρειαστεί, του ειδικού ψυχικής υγείας μπορεί να επιτευχθεί η εσωτερική ισορροπία και η αποτελεσματική αλληλεπίδραση του ζευγαριού, για να βγουν πιο δυνατοί από τη δίνη αυτής της διαδικασίας.   

*Ψυχολόγος-Εκπαιδευτικός

Ba, Ma, MSc, PhD cand.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Ο Παναθηναϊκός ηττήθηκε με 85-83 από την Μακάμπι Τελ Αβίβ στη Χάλα Πιονίρ, όμως έχει μεγάλα παράπονα για τις αποφάσεις των διαιτητών στο φινάλε...

ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Πλέον ο Ολυμπιακός καλείται σε δύο μέρες (2/5, 19:45), να ισοφαρίσει τη σειρά και στη συνέχεια να πάει στη Βαρκελώνη να παλέψει για την...

ΕΛΛΑΔΑ

Σοβαρό τροχαίο ατύχημα σημειώθηκε περί τις 23:00 το βράδυ, στη λεωφόρο Πειραιώς. Σύμφωνα με πληροφορίες του Newsbomb.gr, ένα όχημα, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, παρέσυρε πέντε...

ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Κάτι το οποίο δεν είχα συνηθίσει τα προηγούμενα χρόνια ήταν να μην υπάρχουν στους τελευταίους γύρους των play off, ο ΛεΜπρόν Τζέιμς, ο Κέβιν...

Advertisement