Γράφει ο Στέλιος Κωστάλας
Το στρες επηρεάζει τη μνήμη με τρόπους που εξαρτώνται από τον χρόνο, την ένταση και το συναισθηματικό φορτίο της εμπειρίας. Ένα από τα πιο σταθερά ευρήματα της επιστημονικής έρευνας είναι ότι το οξύ στρες, όταν δηλαδή εμφανίζεται λίγο μετά από μια εμπειρία μάθησης, μπορεί να ενισχύσει τη μνήμη αυτής της εμπειρίας.
Για παράδειγμα, όταν ένα άτομο βιώνει κάτι και αμέσως μετά εκτεθεί σε ένα στρεσογόνο γεγονός (όπως βύθιση του χεριού σε παγωμένο νερό), θυμάται την αρχική εμπειρία καλύτερα σε σχέση με κάποιον που δεν βιώνει το στρες. Ο λόγος πίσω από αυτό το φαινόμενο σχετίζεται με ορμόνες όπως η κορτιζόλη και νευροδιαβιβαστές όπως η νοραδρεναλίνη. Αυτά τα μόρια ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια του στρες και ενισχύουν τη λειτουργία περιοχών του εγκεφάλου όπως ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή, που σχετίζονται με τη μνήμη και τα συναισθήματα. Όταν αυτές οι ουσίες απελευθερώνονται γρήγορα μετά από την κωδικοποίηση μιας εμπειρίας, ενισχύουν την εδραίωση της μνήμης της. Μία από τις πιο σύγχρονες θεωρίες που εξηγούν αυτό το φαινόμενο είναι η θεωρία “tag and capture” ή αλλιώς “ετικέτα και σύλληψη”.
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, κατά την κωδικοποίηση μιας νέας εμπειρίας, δημιουργείται μια προσωρινή “νευρωνική ετικέτα”. Αυτή η ετικέτα είναι σαν ένα σήμα που περιμένει ενίσχυση από ειδικά μόρια τα οποία παράγονται όταν το άτομο βιώνει κάτι ισχυρό, όπως το στρες ή μια ανταμοιβή. Αν εμφανιστούν αυτά τα μόρια μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, τότε “πιάνουν” την ετικέτα και την ενισχύουν. Αν όχι, η ετικέτα ξεθωριάζει και η μνήμη χάνεται. Παρόμοια επίδραση με το στρες φαίνεται να έχει και η ανταμοιβή. Αν κάποιος λάβει μια επιβράβευση μετά την κωδικοποίηση μιας εμπειρίας (π.χ. χρήματα, αναγνώριση), τότε η ίδια διαδικασία “σύλληψης” ενισχύει την αποθήκευση της μνήμης. Η ανταμοιβή ενεργοποιεί μονοπάτια στον εγκέφαλο που οδηγούν στην παραγωγή των ίδιων ενισχυτικών μορίων που προκαλεί και το στρες. Το ενδιαφέρον είναι ότι όταν υπάρχει ανταμοιβή, η προσθήκη στρες δεν φαίνεται να προσφέρει επιπλέον όφελος. Δηλαδή, αν ήδη έχει παραχθεί αρκετή “ενισχυτική δύναμη”, δεν χρειάζεται και άλλη από το στρες. Σε πειράματα, όταν οι συμμετέχοντες μάθαιναν λέξεις που συνοδεύονταν από υπόσχεση ανταμοιβής και στη συνέχεια εκτίθεντο σε στρες, δεν είχαν καλύτερη μνήμη από όσους δεν εκτέθηκαν σε στρες. Αντίθετα, για λέξεις που δεν συνοδεύονταν από ανταμοιβή, η επίδραση του στρες ήταν έντονη και θετική. Αυτό δείχνει ότι οι δύο μηχανισμοί, στρες και ανταμοιβή μοιάζουν να μοιράζονται κοινό “μονοπάτι” και όταν ο ένας είναι παρών, ο άλλος δεν προσφέρει κάτι επιπλέον.
Από πρακτικής πλευράς, τα ευρήματα αυτά μας δείχνουν ότι δεν χρειάζεται να βασιζόμαστε στο στρες για να ενισχύσουμε τη μνήμη. Αντίθετα, μπορούμε να χρησιμοποιούμε θετικά κίνητρα όπως επιβραβεύσεις, επιβεβαίωση και αίσθηση επίτευξης, για να πετύχουμε το ίδιο ή και καλύτερο αποτέλεσμα. Επιπλέον, είναι σημαντικό να κατανοούμε ότι η επίδραση του στρες είναι χρονικά περιορισμένη. Μόνο όταν έρχεται κοντά χρονικά στη στιγμή της μάθησης είναι αποτελεσματικό. Αν το στρες εμφανιστεί πολύ αργότερα, μπορεί όχι μόνο να μην βοηθήσει αλλά και να βλάψει την ανάκληση της μνήμης. Η σύγχρονη έρευνα λοιπόν δείχνει ότι η ενίσχυση της μνήμης δεν είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα μιας αρνητικής εμπειρίας.
Αντίθετα, θετικές εμπειρίες και συναισθηματικά σημαντικά γεγονότα μπορούν να δημιουργήσουν τις ίδιες ενισχυτικές συνθήκες για τη μνήμη. Η κατανόηση αυτής της διαδικασίας μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερες στρατηγικές μάθησης, πιο αποτελεσματική εκπαίδευση και ίσως μια κοινωνία με λιγότερο άγχος και περισσότερη δημιουργικότητα.
