Γράφει η Ευγενία Γάλλου
Είναι επίρρημα από το ιταλ. a picco= κάθετα, κατακόρυφα.
*Μεταφορικά «είμαι απίκο» σημαίνει είμαι έτοιμος, σε πλήρη ετοιμότητα, αναμονή, επιφυλακή.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:
– Άντε, θα φύγουμε;
– Ναι, είμαστε όλοι απίκο σε δύο λεπτά.
*Κυριολεκτικά, ως ναυτικός όρος, δηλώνει την θέση της άγκυρας που δεν έχει ακόμα σηκωθεί από το βυθό αλλά η αλυσίδα της οποίας έχει ήδη πάρει κατακόρυφη θέση, δηλαδή είναι κρεμασμένη κάθετα και είναι έτοιμη να σηκωθεί.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:
-Έχω την αριστερή άγκυρα απίκο.
*Τέλος το ουσιαστικό «απίκο» είναι μια τεχνική ψαρέματος καθώς και το σχετικό εργαλείο ψαρέματος.
Πηγές:
https://www.stougiannidis.gr/AENAON/AS5/apiko.pdf
https://www.greek-language.gr/…/lexica/search.html…
https://greek_greek.en-academic.com/…/%CE%B1%CF%80%CE…