Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

 «Ένα καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα», Της Τούλας Τίγκα

Από τη στήλη του Κωνσταντίνου Βολάκη στην εφημερίδα “Χιακός Λαός”

 

Διήγημα

Τακτοποιεί τα ρούχα του ένα-ένα τρυφερά, προσεχτικά λες και φοβάται πως θα πληγώσει αυτό που ήταν πάντα κι ας μην τον περιέχουν τώρα πια. Ένας φόβος αλλόκοτος που της γδέρνει την ψυχή. Όμως τα καταφέρνει και στέλνει τη φαντασία της σε σκέψεις και εικόνες ευχάριστες – σπονδή σ’ αυτό που ήταν εκείνος κι αυτή μαζί του. Σκέφτεται μέρες που ετοίμαζαν βαλίτσες για ταξίδια, εκείνα τα ωραία ταξίδια τα χωρίς συγκεκριμένο προορισμό.

«Πάμε κάπου;» έλεγε.

Και πήγαιναν κάπου. Το κάπου να απλώνει σε νησιά άσημα χαμένα στο πέλαγος, λίμνες μικρές που δεν τις καταδέχτηκαν ποτέ τα κύματα και τα καράβια, βουνά με τις ρυτίδες αιώνων πάνω τους, ποτάμια που σκορπούσαν πριν φτάσουν στη θάλασσα και πόλεις που κάτι τους θύμιζαν. Είχαν τον δικό τους χάρτη με ένα σημαδάκι, μια ημερομηνία και ένα σχόλιο – «Μουργκάνι, ποτάμι ξερό με πέτρες να ξασπρίζουν στον ήλιο», «Μεσολόγγι, όταν ψάχναμε το σπίτι του Παλαμά», «Φράιμπουργκ και ρωτούσαμε για το νοσοκομείο όπου ξεψύχησε ο Καζαντζάκης», «στη Βιέννη, λατρέψαμε την υπαίθρια καντίνα πίσω από το Σαν Στεπάν», «στην Τσαγκαράδα, ένα παράθυρο, η θάλασσα στο βάθος κι ένα γεράνι κόκκινο στο περβάζι», «Πράγα, ένα τανκ σε μια εξέδρα και η εικόνα του φλεγόμενου Γιαν Πάλατς να μας ακολουθεί», «Νταμούχαρη, σπίτι στο βράχο»- τέτοια ασήμαντα που έδιναν άλλο νόημα στα ταξίδια τους.

Τακτοποιεί τα ρούχα του και μελετάει το σώμα του σαν να υπάρχει ακόμα εκεί μέσα για να το χαϊδεύει και να το φαντάζεται όλο σφρίγος και επιθυμίες. Τα διπλώνει δύο φορές μόνο λες και φοβάται μήπως με περισσότερες τσακίσει ή τσαλακωθεί και η αγάπη που της είχε. Τα τοποθετεί σε σειρές: της νύχτας, της μέρας, της άνοιξης του χειμώνα. Δεν θα τα χρειαστεί βέβαια ξανά εκεί που πήγε. Ό,τι ήταν να πάρουν από εκείνον το πήραν – το σχήμα του σώματος, τη μυρωδιά της κολόνιας του, την τρυφερότητα της παλάμης του, τη σιγουριά των βημάτων του. Και ό,τι ήταν να δώσουν, το έδωσαν – ζεστασιά το χειμώνα, δροσιά το καλοκαίρι, και μνήμες! Μνήμες πολλές, πάμπολλες με χρώματα και αρώματα διάφορα. Με στίχους και νότες, με συν και πλην, με όχι και ναι, με σ’ αγαπώ και κουράστηκα. Μνήμες για κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε εποχή.

Για μια στιγμή της πέρασε απ’ το μυαλό η σκέψη μήπως και θα κατάφερνε να τις βολέψει κι αυτές μαζί με τα ρούχα του αφού δεν θα τις άντεχε χωρίς εκείνον μέσα τους, αλλά αρνήθηκαν να την εγκαταλείψουν. Ή δεν άντεξε εκείνη να τις εγκαταλείψει. Δεν ήταν σαν τα ρούχα του οι μνήμες να τις χαρίσει κι αυτές στους μη έχοντες ενός ιδρύματος -τι να τις κάνουν άλλωστε; Αυτές τις χρειάζεται εκείνη, να τις ντυθεί, να τις φορέσει κατάσαρκα, κάτι σαν ρούχο στο δικό της σώμα μέχρι να ενωθούν και πάλι οι μυρωδιές τους, το σχήμα το δικό του και το δικό της, η ανάσα η δική του και η δική της, μέχρι να γίνουν ξανά ένα, τώρα που το ένα έμεινε πια μισό.

Τακτοποιεί τα ρούχα του και σκέφτεται πως πρέπει να τα παραδώσει τυλιγμένα, καθαρά και νοικοκυρεμένα όπως του άρεσε πάντα να κρατά τα πράγματά του. Μάρτυρες τα συρτάρια του και η ντουλάπα του που ακόμα θυμούνται την κολόνια του. Την κολόνια του και το χέρι του το επιδέξιο στις μικρές ασήμαντες κινήσεις. Αυτές κυρίως είναι που απαιτούν το σεβασμό και την αγάπη μας, σκέφτεται. Γιατί στις άλλες τις σημαντικές όλα είναι προμελετημένα. Τίποτα αυτοσχέδιο, τίποτα αυθόρμητο και ως έτυχε. Εκείνος είχε έναν τρόπο μοναδικό να δίνει αξία στα ασήμαντα με την αφή του.

Κι έτσι στο άσχετο περνάει απ’ το μυαλό της η σκέψη πως θα ’πρεπε ν’ αγοράσει μαζί με το χαρτί περιτυλίγματος κι ένα μεγάλο θαυμαστικό για να της βρίσκεται γι αυτά τα ταπεινά και ασήμαντα. Για λέξεις φτωχικές, συνηθισμένες όπως: εσύ, αρωματικό μαντιλάκι, πουκάμισο, στυλό, μολυβοθήκη, πουλόβερ, γάντια, κασκόλ –θυμήθηκε που κάποτε τη ρώτησε «πώς το κάνεις αυτό το μοντέρνο δέσιμο στο λαιμό!» Καθόλου μοντέρνος δεν ήταν!… Αυτές οι λέξεις οι φτωχικές και συνηθισμένες έχουν ανάγκη θαυμασμού περισσότερο. Οι άλλες οι σπάνιες, οι ζάπλουτες θαυμάζονται από μόνες τους. Θα τις χρειαστεί αυτές τις λέξεις, τις γλυκά ασήμαντες για την επιστολή που λέει να του γράψει ώστε να ξέρει σε ποιους θα πάνε τα ρούχα του και για να τον ενημερώνει για όλα τα συμβαίνοντα όσο εκείνος θα λείπει στο επέκεινα και θα της λείπει στο εδώ της. Για όσο εκείνη θα περιφέρεται σε άλλου είδους «κάπου» χωρίς το σώμα του, χωρίς το «πάμε» του.

Τακτοποιεί τα πράγματά του και σκέφτεται ότι πέρασε μέσα από τα πιο μικρά και καθημερινά, τα χιλιοειπωμένα και χιλιοκαμωμένα και βγήκε αλώβητος, ακέραιος, αληθινός και σπάνιος. Αγαπημένος!- να μην ξεχάσει να του το γράψει κι αυτό! Και του έφταναν πάντα όσα μπορούσε να έχει και όσα μπορούσε να είναι. Τόσο ολιγαρκής! Ο πλούτος του όλος το γέλιο του, η καλημέρα και το χάδι του. Το έχω του, μια χούφτα αγάπη και μια τσέπη γεμάτη θαύματα! Ναι, αυτά τα καθημερινά μικρά θαύματα των ανθρώπων που αγαπούν τη ζωή. Θαύματα που κάνουν τα παιδιά να χαμογελούν με μάτια εκστατικά.

Ούτε μεγάλα όνειρα συνήθιζε να κάνει, κι αν έκανε κάποτε ήταν μόνο για να συντροφεύουν μια νεότητα που έμοιαζε κι αυτή μεγάλη και ατελείωτη. Τότε που όλα έμοιαζαν μεγάλα: οι έρωτες, οι νύχτες, οι προσδοκίες. Σιγά- σιγά, άρχισε να τα στενεύει όμως. Να μην τα θέλει και τόσο ευρύχωρα για να μπορεί να τα εφαρμόζει πάνω του, να νιώθει άνετα μέσα τους. Εκείνος και το σχήμα του, εκείνος και οι δυνατότητές του, εκείνος και οι επιθυμίες του, οι αγαπημένοι του, οι άνθρωποί του. Έλεγε πάντα -«πολλές φορές τα πολύ ευρύχωρα, τα πολύ μεγάλα – όνειρα προσδοκίες, επιθυμίες και ό,τι άλλο – σε κάνουν να αισθάνεσαι άχαρα, άβολα σαν να αιωρείσαι σε κενό αέρος». Εκείνος είχε βολευτεί σε ένα υπέροχο ελάχιστο που κατάφερνε όμως να το μετατρέπει σε μέγιστο γι αυτούς που αγαπούσε. Εκείνος ταπεινά και αθόρυβα ζούσε, σιωπηλά δημιουργούσε, σιωπηλά διαμαρτυρόταν, χαιρόταν ή πονούσε. Και σιωπηλά έφυγε τελικά. Τρεις μήνες είχε ν’ ακούσει τη φωνή του! Τα χείλια του μόνο σχημάτιζαν λέξεις χωρίς ήχο όπως, νερό, αγάπη, κρυώνω, τι, πώς, τώρα, χθες. Λέξεις όπως γιατί, αύριο, πότε, αν, τις είχε εγκαταλείψει πριν εγκαταλείψει αυτούς που αγαπούσε και τον αγαπούσαν. Ήταν λέξεις χωρίς απάντηση, χωρίς μέλλον και το ήξερε. Τις είχε απορρίψει μ’ εκείνον τον σεβασμό στο εφικτό με τον οποίο απέρριπτε πάντα το αδύνατο να συμβεί.

Ταχτοποιεί τα πράγματά του σε μεγάλα κουτιά με μεγάλη θλίψη και μικρές ετικέτες για τους καινούριους παραλήπτες. Θα φθαρούν σε άλλα σώματα, θα ντύσουν άλλα μπράτσα, άλλα πόδια. Έτσι θα ήθελε κι εκείνος, ήταν τόσο σίγουρη! έστω κι αν και δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει. Πόσα δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει έτσι που έφυγε! Βουβός, λες και δεν ήθελε να την πονέσει περισσότερο με λόγια προάγγελους της απουσίας.

Άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας. Είχαν έρθει από το ίδρυμα οι υπεύθυνοι. Θα άνοιγε να παραδώσει τα κουτιά και θα συνέχιζε μετά την επιστολή. Δεν βιαζόταν άλλωστε, αφού πώς να του τη στείλει! Για τον εαυτό της την έγραφε τελικά. Για τον εαυτό της την ήθελε. Για να θυμάται ό,τι είχε αγαπήσει από εκείνον κι αυτό που ήταν το σώμα του μέσα σ’ αυτά τα ρούχα σε στιγμές της μέρας και της νύχτας. Σε στιγμές οργής ή πόθου, χαράς ή λύπης, κούρασης ή ευφορίας, στιγμές στο δρόμο, στο καθιστικό ή στο τραπέζι της βεράντας τους. Στιγμές που ευτυχώς δεν έφυγαν μαζί του. Το τελευταίο δώρο που της χάρισε για συντροφιά της μέχρι να τον αντέχει η μνήμη της, απόντα και αγαπημένο και να μπορεί να τον θυμάται γλυκά και ήρεμα χωρίς να πονάει…

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΧΙΟΣ

Μηταράκης: Πιο αισιόδοξος μετά την επίσκεψη του κ. Ταχιάου  Ταχιάος: Όλοι οι φορείς της Χίου να συμπράξουν στην εκτέλεση των έργων Επίσκεψη στα μεγάλα...

ΧΙΟΣ

Επιστολή προς τον Υπουργό Υποδομών & Μεταφορών κ. Ταχιάο έστειλε ο Δικηγορικός Σύλλογος Χίου με αφορμή την επίσκεψή του στο νησί της Χίου. Αναλυτικά...

ΧΙΟΣ

Ξεκάθαρο μήνυμα προς τους  εργολάβους  ότι η Κυβέρνηση δεν πρόκειται να επιτρέψει πλέον καμία ολιγωρία στα υπό εκτέλεση έργα στο νησί της Χίου, έστειλε...

ΧΙΟΣ

Σε συνέχεια των επιτυχημένων δεντροφυτεύσεων που πραγματοποιήθηκαν το περασμένο τρίμηνο, το Κοινωφελές Ίδρυμα “Μαρία Τσάκος”– Διεθνές Κέντρο Ναυτικής Έρευνας και Παράδοσης, προχωρά στην τέταρτη...

Advertisement