Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

 «Γιαπράκια από απέναντι» της Ιφιγένειας Θεοδώρου

Από τη στήλη του Κωνσταντίνου Βολάκη

Διήγημα

Η κουζίνα μοσχομύριζε από το τσιγαρισμένο κρεμμύδι, τα αμπελόφυλλα ζεματισμένα ήδη από το πρωί στράγγιζαν δίπλα, η Ελισσώ ξέπλυνε το ρύζι, σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της κι έβαλε στο μπρίκι νερό να κάνει ένα καφέ. Από το πρωί δεν είχε ξαποστάσει, υπολόγισε να τελειώσει όλες τις δουλειές της σήμερα, να κοιμηθεί έστω κι αργά  για να είναι αύριο έτοιμη να υποδεχτεί τον γιο, την νύφη και την πρώτη εγγονούλα της. Η χαρά φούντωνε μέσα της, ανέβαινε σαν αφρός από το στομάχι μέχρι το στόμα, την μπούκωνε κι  έβγαινε τραγούδι που το πιπίλιζε μαζί με το σάλιο, σαν να ντρεπόταν που τραγουδούσε  ένα χρόνο από τότε που έχασε τον Ντίνο της. Θόλωσε το βλέμμα της και γύρισε στο παράθυρο να ξεβγάλει τον πόνο της στην θάλασσα απέναντι. Το σπίτι της, το πατρικό που κληρονόμησε από τον παππού και την γιαγιά της, έστεκε δυο βήματα από το κύμα στο απάγκιο λιμανάκι της Κέρβελης. Τώρα γιαγιά κι η ίδια περιμένει ανυπόμονα να σφίξει πάνω της το μωρό που θα δώσει πάλι πνοή στην ζωή της. Η αγκαλιά της  είχε στεγνώσει, μαράζωσε άδεια χωρίς το βαρύ κορμί του Ντίνου της… Ο κόμπος πάει να την πνίξει πάλι, ρίχνει το ρύζι στο κρεμμύδι που χρυσίζει στον πάτο της κατσαρόλας, «ας κλάψω από το κρεμμύδι…» συλλογιέται. Το  ανακατεύει μαζί με τις σκέψεις της. «Μη κάνεις άχρηστες σκέψεις…» την συμβουλεύει συνέχεια ο γιος της από το τηλέφωνο. Άχρηστη σκέψη ο Ντίνος της; Σφίγγει τα μάτια, όχι δάκρυα και θα πετάξει τα μαύρα ρούχα χάριν της εγγονής της. Να μάθει στα χρώματα το μωρό της, στο μπλε του νησιού της, στο γαλάζιο του ουρανού και στο πράσινο της θάλασσας. Ακριβώς όπως μεγάλωσε κι εκείνη. Ρίχνει ζεστό νερό στην κατσαρόλα και χαμηλώνει λίγο την φωτιά. Παίρνει την πρώτη βράση το ρυζάκι… Έτσι της έδειχνε η γιαγιά της, από τα αγαπημένα φαγητά που έφτιαχνε…Γιαπράκια από απέναντι, της έλεγε και έδειχνε με το κεφάλι τον σκούρο όγκο που έκλεινε τον ορίζοντα . Η Ελισσώ αργότερα έμαθε ότι εκεί απέναντι άρχιζε η Τουρκία, αλλά η γιαγιά  ποτέ δεν ξεστόμιζε αυτό το όνομα. Κι όταν αργότερα ο Ντίνος της θέλησε να ανακαινίσει το σπίτι, η γιαγιά είχε τολμήσει να πει τις αντιρρήσεις της, μη και ρίξουν πολλά λεφτά, μια απλωτή είναι «οι απέναντι» δεν το έχουν σε τίποτα να έρθουν ξαφνικά ένα βράδυ…

Βγαίνει στη βεράντα που τυλίγει γύρω-γύρω το σπίτι, ρουφάει με απόλαυση το καφεδάκι της, μέχρι το ρύζι να ρουφήξει το νερό έχει λίγο χρόνο, ύστερα θα ψιλοκόψει τα μυρωδικά, δυόσμο, άνηθο και μαιντανό, να είναι έτοιμα, να τα ρίξει στη γέμιση τελευταία στιγμή μαζί με τις μαύρες σταφίδες….Για τη γλύκα. Συνταγή αλάθητη, την είχαν δώσει στην  γιαγιά δυο αδελφές από απέναντι… «Πότε γιαγιά;» «Τότε που μαύριζε ο ουρανός από καπνό, έφτανε  η μυρωδιά καμένου από πέρα… Νιόπαντρη ήμουν…» Νύχτα  βαθιά τους ξύπνησαν φωνές, τσιρίδες γυναικείες, θαρρείς και η θάλασσα ξέβραζε γοργόνες. Βγήκαν με τον παππού να δουν τι συμβαίνει, κρατούσε εκείνος κρυμμένο το όπλο του, ένα παλιό Luger.  Ήταν καιροί πονηροί, απέναντι είχανε πόλεμο. Είδαν τη βάρκα στα τριάντα μέτρα από την στεριά, μπαταρισμένη, απ’ τις φωνές μάντεψαν πως δεν υπήρχε άντρας πάνω στο πλεούμενο. Φάνηκε ο Βασίλης από το διπλανό καλύβι με το κορμί μισόγυμνο από τον ύπνο, ρίχτηκε στο νερό. Ετρεξε η γιαγιά στο σπίτι και μάζεψε όσες  κουβέρτες είχε πρόχειρες, από εκείνες τις ελαφριές, έβγαινε ακόμα ο Αύγουστος… Πριν φτάσει η βάρκα στη στεριά πέσανε πρώτα οι νεότερες γυναίκες, βγήκαν βρεμένες στην αμμουδιά κρατώντας τα μωρά. Ύστερα  ο παππούς σήκωσε στα χέρια τα μεγαλύτερα παιδιά, με τον Βασίλη βοηθήσαν τις γερόντισσες κι έπειτα έσυραν λιπόθυμο από τον πάτο της βάρκας τον μοναδικό άντρα, ξέπνοο από την προσπάθεια. Δέκα ώρες είχε ζωσμένα τα κουπιά πάνω του. Δυο οικογένειες, δυο αδελφές με τα παιδιά  και τις νόνες τους, δώδεκα όλοι μαζί με τον γέρο κωπηλάτη. Απ’ το Κουσάντασι είχανε φύγει για να γλυτώσουν, θέριζαν κεφάλια οι τσέτες στα χωριά, έφταναν άσχημα νέα από παντού, έμειναν οι άντρες πίσω να φυλάνε τα σπιτικά τους. Νερά και κλάματα, ανάκατα κι όλο σταυροκοπιόνταν, πώς σώθηκαν, θαύμα το έλεγαν…Η γιαγιά άνοιξε το μεγάλο δωμάτιο, αυτό των πεθερικών της και κοίμισε εκεί την Ρούλα με τις δυο γερόντισσες και τα μικρότερα παιδιά. Η Αργυρώ με τα μεγάλα παιδιά έμεινε στην αυλή τους, δεν έστεκε να κοιμηθεί στην ίδια στέγη με ανύπαντρο. Κράτησε ο Βασίλης τον γέρο που ανάρρωνε. Ύστερα έμαθαν τα μαύρα μαντάτα, την πυρκαγιά στη Σμύρνη, για τα καράβια που μπάταραν από τους κυνηγημένους, γέμισε το νησί πρόσφυγες απελπισμένους που έγερναν να κοιμηθούν στους δρόμους και στους αυλόγυρους των εκκλησιών. Όσο καιρό έμειναν κοντά τους, η Ρούλα και η Αργυρώ βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού, κυρίως στο μαγείρεμα που ήταν η γιαγιά άπειρη κι όλο της έδειχναν πώς να αυγοκόβει τη σούπα και πώς  να σφίγγει το πιλάφι, να γλυκίζει τα γεμιστά και να προσθέτει κουραντί, μαύρη μικρούτσικη σταφίδα στη γέμιση για τα γιαπράκια. Η Ελισσώ έμαθε να τα φτιάχνει κοντά στη γιαγιά της κι έγινε το αγαπημένο φαγητό του γιου της, κάθε φορά που τον καλοδεχόταν σπίτι φρόντιζε να του το ετοιμάσει.

Κλείνει τα μάτια της, γέρνει στην πολυθρόνα  και φαντάζεται να τυλίγει τα γιαπράκια μαζί με την εγγονή της, φαντάζεται τα λεπτά δάχτυλα το κοριτσιού να στρώνουν πρώτα το αμπελόφυλλο, να απιθώνουν τη γέμιση στο κέντρο κι ύστερα να διπλώνουν τα πλαινά του φύλλου με μαεστρία πάνω από το ρύζι και να ρολάρουν σφιχτά . «Όσο μικρότερα τα δάχτυλα, τόσο καλύτερα…»  έλεγε η γιαγιά  και την αντάμειβε κάθε φορά με γλυκά λογάκια και χαμόγελα. Οι δυο τους στην ίδια κουζίνα, σκυφτές στο τραπέζι να μετρούν τα γιαπράκια… Να που τώρα έγινε κι εκείνη γιαγιά…Αχ τι ευλογία! Το εγγόνι σαν έρχεται δίνει νόημα στη ζωή… Κρίμα που δεν πρόλαβε ο Ντίνος της….Από το νεκροταφείο είχαν φύγει κατευθείαν για το μαιευτήριο. Και μόλις σαράντισε η νύφη της, η Ελισσώ δεν άντεξε το άδειο σπίτι, τα αγγίγματα του Ντίνου της πάνω στα αντικείμενα, τα χνάρια στο κρεβάτι τους. Τα μάζεψε κι μπήκε σ’ ένα πλοίο για το νησί. Τουλάχιστον εδώ ο θαλασσινός αέρας που μπαίνει από τα παράθυρα παίρνει τις μυρωδιές, μένει η αλμύρα στα πλακάκια της βεράντας και η ευωδιά του βασιλικού…

Χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας, βγαίνει από την ονειροπόληση η Ελισσώ, αιφνιδιάζεται, δεν περιμένει κανένα τέτοια ώρα… Και η Βγενούλα που την βοηθάει στις δουλειές, είναι να έρθει το βραδάκι να στρώσουν τα κρεβάτια, να τα βρουν φρέσκα οι μουσαφίρηδες…Περνώντας από την κουζίνα ρίχνει μια ματιά στην κατσαρόλα, έχει πιει  το ρυζάκι όλα τα υγρά του, σβήνει το μάτι η Ελισσώ και πηγαίνει στην εξώπορτα. Δυο γυναίκες στέκονται στο κεφαλόσκαλο, καλοστεκούμενες φαίνονται, λίγο νεότερες από εκείνη.

-Του κυρίου Κρασά; ρωτάει η μια

-Ναι , εδώ είναι …Τι θέλετε;

Τις μετράει από πάνω ως κάτω, είναι πονηρεμένη με τις απατεώνισσες που κυκλοφορούν στην Αθήνα χτυπώντας τα κουδούνια ηλικιωμένων. Αυτές φαίνονται καλοβαλμένες, χαμογελούν και δείχνουν ανυπόμονες…

-Σας ψάχναμε στην Αθήνα εδώ και καιρό, το τηλέφωνο δεν απαντούσε…, λέει η μια, η πιο ψηλή κι αδύνατη.

-Ήρθαμε στην Ελλάδα για το καλοκαίρι, σκεφτήκαμε να περάσουμε πρώτα από το νησί σας…,προσθέτει η δεύτερη.

Τώρα η Ελισσώ προσέχει ένα τόνο διαφορετικό στη μιλιά τους. Την προλαβαίνει η ψηλή κάνοντας μισό βηματάκι μπροστά.

-Α! Φτιάχνετε γιαπράκια, τι καλά …, αναφωνεί και τα ρουθούνια της πάλλονται καθώς ανασαίνει τη μυρωδιά που έρχεται από την κουζίνα.

-Μα ποιες είστε; ρωτάει παραξενεμένη η Ελισσώ.

-Είμαστε οι εγγονές της Ρούλας από απέναντι, βιάζεται να εξηγήσει η δεύτερη, η κοντή κι ανοίγοντας γρήγορα την τσάντα της βγάζει και της δίνει  μια φωτογραφία.

Η Ελισσώ κοιτάζει με έκπληξη μια την φωτογραφία και μια τις δυο γυναίκες, οπισθοχωρεί  μηχανικά αφήνοντας ανοιχτό το δρόμο να μπουν οι δυο ξένες στο σπίτι. Η μαυρόασπρη φωτογραφία σπαρταράει στα χέρια της. Η γιαγιά Ελισσώ, πολύ νέα, όπως την θυμόταν από τις οικογενειακές φωτογραφίες, στέκεται στην μπροστινή βεράντα του σπιτιού περιτριγυρισμένη από ένα  παιδομάνι και τέσσερις άλλες γυναίκες. Όλοι κοιτάζουν με δυσπιστία τον φακό, πίσω τους έχουν μουντή τη θάλασσα και στο βάθος αχνοφαίνεται  το «απέναντι». Αναγνωρίζει και τον παππού, ευθυτενή κι αγέρωχο, μετράει τα παιδιά… Γελάει, γελάνε τώρα και οι επισκέπτριες που μπαίνουν διστακτικά στο σπίτι και κατευθύνονται προς την κουζίνα ακολουθώντας την Ελισσώ και τη μυρωδιά από το τσιγαριστό κρεμμύδι. Στέκονται γύρω από το τραπέζι με τα ζεματισμένα αμπελόφυλλα, ανταλλάσσουν βλέμματα, σαν έτοιμες να κάνουν ζαβολιές.

-Α! Τι ωραία! Να τυλίξουμε τα γιαπράκια; αναρωτιέται  η ψηλή και η Ελισσώ κουνάει μόνο καταφατικά το κεφάλι

-Εγώ είμαι η Ρούλα, της  συστήνεται η ψηλή.

-Κι εγώ είμαι Ρούλα, η ξαδέλφη, δυο αδελφών κορίτσια, προσθέτει η άλλη.

Σκύβουν πάνω από την σαστισμένη Ελισσώ, της δείχνουν δυο αγόρια στη φωτογραφία, τους πατεράδες τους. Τελευταία ανάμνηση αυτή η πόζα πριν εγκαταλείψουν το νησί και φύγουν για τον Πειραιά. Ύστερα πλένουν τα χέρια τους και κάθονται γύρω από το τραπέζι, φέρνει η Ελισσώ την γέμιση και τα μυρωδικά.

-Και το κουραντί, και το κουραντί, λένε με μια φωνή οι Ρούλες και η Ελισσώ νιώθει ένα φτερούγισμα στα σωθικά της, σαν να είναι κι η γιαγιά Ελισσώ στο τραπέζι μαζί τους

-Να σας φτιάξω ένα καφέ; τους προτείνει.

Όχι, όχι, κάνουν με το κεφάλι τους οι Ρούλες κι αρχίζουν κιόλας τη δουλειά, πιάνουν με το κουτάλι λίγη γέμιση και τυλίγουν με σβελτάδα τα γιαπράκια χωρίς να σταματούν να μιλούν. Για τις προσφυγικές σκηνές και τα συσσίτια στον Πειραιά, την ατέλειωτη προσμονή  για τον πατέρα που δεν ερχόταν. Από εκεί μετά από μήνες η μια οικογένεια σάλπαρε για την Αμερική. Είχε χαθεί ο άντρας της Ρούλας, τον έφαγαν οι τσέτες, βρέθηκε ένας συγγενής της έξω από το Νιου Τζέρσευ, εγκαταστάθηκαν εκεί. Τα αγόρια μεγάλωσαν δύσκολα, είχαν όμως την Ρούλα βράχο δίπλα τους, σαν μάνα και πατέρα, να δίνει κουράγιο και να τα συντρέχει όταν τα βράδια οι εφιάλτες έμπαιναν στον ύπνο τους σαν κύματα σε ακυβέρνητη βάρκα. Γιατί δεν ξέχασαν ποτέ εκείνο το ταξίδι, την αγωνία μέσα στην σκοτεινή θάλασσα, την απελπισία στα μάτια των γυναικών και το αγκομαχητό του ψαρά που με δυο κουπιά άνοιγε δρόμο για την σωτηρία τους. Ούτε την αγκαλιά της γιαγιάς Ελισσώς όταν τρομαγμένα και μούσκεμα πάτησαν το πόδι τους στην αμμουδιά, το αχνιστό τσάι και τα μαλακά στρώματα όπου έγειραν, τα χάδια και τα κανακέματα της όταν την νύχτα ο τρόμος τα μάγκωνε στην παγίδα του κι έβρεχαν το κρεβάτι τους. Κι ο παππούς, όσο ακόμα ο καιρός βαστούσε ζεστός, με υπομονή κι αγάπη τους έμαθε κολύμπι, να αψηφούν τον φόβο που είχε γεννήσει εκείνη η μαύρη θάλασσα, να μάθουν να την αγαπούν και να την σέβονται.

-Η γιαγιά Ρούλα ποτέ δεν σας ξέχασε, πάντα μας μιλούσε για τις καλές μέρες που πέρασε  κοντά σας τον πρώτο καιρό του ξεριζωμού…, λέει η ψηλή Ρούλα.

-Για αυτή την κουζίνα και τα μαγειρέματα, για την καλοσύνη της Ελλισσώς…, συμπληρώνει η άλλη.

-Ήρθαμε να σας ευχαριστήσουμε που ανοίξατε την πόρτα σας όταν οι άνθρωποί μας το είχαν ανάγκη. Η γιαγιά Ρούλα όλο απολογιόταν και έκλαιγε που δεν μπόρεσε να γυρίσει…

-Κι όταν ήθελε να χωρατέψει έλεγε, καλά που φύγαμε από τους ανθρώπους, να τους αφήσουμε να κάνουνε και κανένα παιδί…

Γελάνε και οι τρείς, στρώνει η Ελισσώ με αμπελόφυλλα τον πάτο της κατσαρόλας και οι ξαδέλφες εναλλάξ στοιχίζουν τα γιαπράκια το ένα πίσω από το άλλο, κυκλικά σαν να ακολουθούν βήματα χορού που είχανε μάθει από τη γιαγιά τους, βήματα που δεν ξέχασαν, κι όλο μικραίνει ο κύκλος στον πάτο της κατσαρόλας, όπως ο κύκλος της ζωής, σφίγγει και λιγοστεύει, κλείνει ολοένα και χάνονται οι άνθρωποι. Αυτοί που μένουν σμίγουν κι αγκαλιάζονται. Κι οι μνήμες αυτών που έφυγαν πάνε κι έρχονται μέσα στα κεφάλια και στις καρδιές των ζωντανών, που όσο μιλούν τόσο ανασταίνονται οι άλλοι .

-Με τη γιαγιά Ρούλα τυλίγαμε δεκάδες γιαπράκια, κι έλεγε ιστορίες για το σπίτι τους στην Νέα Έφεσσο, για τη ζωή εκεί απέναντι…

-Αν θα ξαναγύριζε, πρώτα στο νησί σας θα ερχόταν, έτσι έλεγε, σιγοντάρει η άλλη Ρούλα.

-Δεν πήγε ποτέ απέναντι; ρωτάει η Ελισσώ που βρίσκει πάλι την ανάσα της μετά τις απανωτές εκπλήξεις.

-Μπά! Ποτέ! Γι αυτό και θα κάνουμε εμείς αυτό το ταξίδι…Για χάρη της…

-Θα πάτε απέναντι;

-Ε βέβαια! Το χρωστάμε στη γιαγιά μας…, αποκρίνεται η κοντή η Ρούλα δείχνοντας έξω από το παράθυρο.

Η Ελισσώ νιώθει ένα τρέμουλο. Χρόνια ο Ντίνος της την παρακαλούσε, «πάμε Ελισσώ μου απέναντι…» Αγνάντευε τα βράδια τα φώτα στο Κουσάντασι, «Δεν έχουμε κανένα απέναντι» του έλεγε. «Κι αυτούς που ήξερε η γιαγιά, δεν ξαναγύρισαν.»

Τώρα όμως είναι αλλιώς…

– Έχουμε εισιτήρια για αύριο…

-Αύριο κιόλας; Μα μόλις ήρθατε, εναντιώνεται η Ελισσώ.

Δεν θέλει να τις αποχωριστεί, τις νιώθει κομμάτι της παλιάς ζωής αυτού του σπιτιού, κομμάτι της γιαγιάς της, έστω κι αν οι δυο ξαδέλφες δεν γνώρισαν ποτέ την Ελισσώ. Εκείνη όμως είχε κλείσει στην αγκαλιά της τους πατεράδες τους, είχε παρηγορήσει τη γιαγιά τους στην απελπισία της για την τύχη του άντρα της, σ’ αυτή τη κουζίνα  η γιαγιά Ρούλα είχε μοιραστεί συνταγές και ιστορίες από την προηγούμενη ζωή της εκεί «απέναντι».

-Θα μείνετε μαζί μου δυο μέρες! προτείνει η Ελισσώ. Θα σας στρώσω στο μεγάλο δωμάτιο εκεί που κοιμήθηκαν οι δικοί σας! Ελάτε, ελάτε θα σας δείξω…

Αποσβολωμένες την κοιτάζουν οι δυο Ρούλες, μα η Ελισσώ δεν χάνει χρόνο, σηκώνεται και τις παρασύρει στον πάνω όροφο, στο δωμάτιο που ετοίμαζε για τον γιο και την εγγόνα της. Συγκινημένες εκείνες την παρακολουθούν να ανοίγει το παράθυρο και την ντουλάπα με τα ασπρόρουχα, να απλώνει τα σεντόνια, γίνονται τα χέρια της φτερούγες, έτσι όπως εκατό χρόνια πριν μια άλλη Ελισσώ άνοιγε διάπλατα τα δικά της χέρια προστατευτικά και γενναιόδωρα, έστρωνε τα κρεβάτια, έντυνε μαξιλάρια να κοιμηθούν οι καραβοτσακισμένοι  πρόσφυγες.

-Και οι δικοί σου που έρχονται αύριο; ρωτούν εν χορώ οι δυο ξαδέλφες.

-Θα τους στρώσω στο δωμάτιο μου κι εγώ θα βολευτώ κάτω, όπως η γιαγιά Ελισσώ όταν ερχόμασταν τα καλοκαίρια…

-Η όταν έρχονταν βραδιάτικα οι απέναντι…, συμπληρώνει συγκινημένη η ψηλή Ρούλα.

Σκύβει, αγκαλιάζει την Ελισσώ και την φιλάει σταυρωτά στα μάγουλα.

-Άντε τώρα να σας κάνω ένα καφεδάκι, λέει η Ελισσώ που δεν αντέχει τέτοιες συγκινήσεις.

-Να τελειώσουμε και τα γιαπράκια…, προσθέτει η άλλη Ρούλα που ριγάει κι αυτή από ανατριχίλα.

Στην κουζίνα βιάζεται να χτυπήσει το λαδολέμονο, σκεπάζει με αμπελόφυλλα τα γιαπράκια και τα περιχύνει με το αυγολέμονο. Στο τέλος βάζει ανάποδα ένα πιάτο να τα συγκρατεί στο μαγείρεμα.

Η Ελισσώ ετοιμάζει τους καφέδες κι ανοίγει διάπλατα το παράθυρο. Κάθονται κι οι τρεις γύρω από το τραπέζι, μπροστά τους η θάλασσα λάδι κι απέναντι ο όγκος των μικρασιατικών παραλίων θαμπός από την μεσημεριάτικη ζέστη.

-Θαρρείς θα απλώσεις το χέρι σου και θα τα φτάσεις …, λέει σκεφτική η ψηλή Ρούλα ρουφώντας τον καφέ της.

-Μια απλωτή, έλεγε η γιαγιά μου…

-Έτσι θα κάθονταν οι γιαγιάδες μας, θα έπιναν καφέ και θα κοίταζαν απέναντι,  με αγωνία τότε….

-Οι γιαγιά Ρούλα και η γιαγιά Ελισσώ θα γίνονταν πρώτες φίλες…, λέει χαμογελαστά η  άλλη Ρούλα κι ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης γεμίζει το κοντό στέρνο της.

-Μπα, οι γιαγιάδες μας έγιναν πρώτα συγγένισσες, αποκρίνεται η Ελισσώ.

Πηγαίνει στα συρτάρια της κουζίνας και βγάζει ένα χοντρό τετράδιο συνταγών. Κιτρινισμένο από τον καιρό και την χρήση. Βρίσκει τη σελίδα και φέρνει το τετράδιο μπροστά στις δυο Ρούλες. Με μολύβι μελανό της εποχής η συνταγή έχει ημερομηνία και τίτλο, 28 Σεπτεμβρίου 1922, Γιαπράκια από απέναντι, της θείας Ρούλας.

Η μυρωδιά από το φαγητό γεμίζει την κουζίνα και γύρω από το τραπέζι μοιάζει να κάθονται πέντε γυναίκες που περιμένουν να σωθεί το νερό για να ρίξουν το τελευταίο λεμόνι.

Πηγή: fractalart.gr

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

Παρουσιάστηκε η νέα πεζοπορική διαδρομή της Χίου «Λιθί-Αγιάσματα», μία διαδρομή 92 χιλιομέτρων η οποία βρίσκεται πλέον στη φάση της οριστικής της ολοκλήρωσης. Δημοσιογράφοι από το...

ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗ

Το Piaggio Style Center δημιούργησε ένα μοντέλο στο οποίο οι συλλέκτες έχουν ήδη στραμμένο το βλέμμα τους επειδή θα κατασκευαστεί σε περιορισμένο αριθμό για...

ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗ

Το δεύτερο μοντέλο που κατασκευάζεται στην πλατφόρμα Large Architecture της Mazda μετά το CX-60, το νέο CX-80 είναι το πιο ευρύχωρο αυτοκίνητο που διαθέτει...

ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗ

Η Kosmocar- Volkswagen παρουσιάζει τα “Volkswagen Deals” και καθιστά την απόκτηση κάθε ετοιμοπαράδοτου μοντέλου Volkswagen πιο εύκολη από ποτέ. Με το πρόγραμμα “Volkswagen Deals”,...

Advertisement