Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

Αιωρούμενο παρελθόν σε μικρές λάμψεις

Του Κωνσταντίνου Βολάκη

 

Διήγημα

«Μου λες τώρα Ελένη γιατί ο κύριος με ρωτάει το όνομά μου και όλα αυτά τα πράγματα;»

Έσκυψε προς το μέρος της με ένα έντονα προσποιητό βλέμμα απορίας.

«Μα… Για το βιογραφικό σου πατέρα».

«Α… Ναι βέβαια. Βέβαια για το βιογραφικό μου… Κοιτάξτε κύριε… Πως είπαμε ότι σας λένε;»

«Αντωνίου κύριε Τζανέτη, Πέτρος Αντωνίου».

«Ναι, βέβαια βέβαια, Αντωνίου… Μου το είπατε προ λίγου αλλά το ξέχασα, δεν ξέρω τι έχω πάθει αλλά τώρα τελευταία ξεχνάω εύκολα, τόσα πράγματα μαζεύτηκαν στο κεφάλι μου… έχω πολλές ιδέες. Με παρακολουθείτε;» Σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει. Σταμάτησε μπροστά σε ένα κορνιζαρισμένο πτυχίο που κρεμόταν στον τοίχο του έριξε μια φευγαλέα ματιά και κουνώντας το κεφάλι χαμογέλασε. Πλησίασε στον φίκο με την μεγάλη γλάστρα. Έβγαλε απο την τσέπη του σακακιού τα γυαλιά του και  πιάνοντας προσεκτικά ένα φύλο, το κοίταξε γυρίζοντας το πάνω  κάτω.

«Μην το ποτίζετε πολύ και βάλτε το κοντά στο παράθυρο να πάρει λίγο ήλιο.  Χαλάνε τα φύλα του, κιτρινίζουν. Ακούστε με, αγαπώ την φύση και γνωρίζω αρκετά για τα φυτά».

«Πατέρα έλα κάθισε κάτω σε παρακαλώ…» Η ενοχή για την συμπεριφορά του πατέρα της και η αμηχανία που ένιωθε φάνηκαν έντονα στα λόγια της κόρης του. «Κάθισε σε παρακαλώ ήσυχος στο κάθισμα σου. Έλα μπαμπά κάθισε κάτω και μην πειράζεις σε παρακαλώ τα ξένα πράγματα».

«Αφήστε τον κυρία Τζανέτη. Αφήστε τον, δεν πειράζει. Αρκεί να εκφράσει τις σκέψης του. Αυτό είναι το ζητούμενο». 

«Σωστά. πολύ σωστά! Σας συγχαίρω κύριε… Πέτρο Αντωνίου δεν είπαμε;» Το πρόσωπό του πείρε λάμψη θριάμβου στο καταφατικό νεύμα που εισέπραξε. «Η έκφραση της σκέψης!» Συνέχισε χειρονομώντας σαν να έκανε διάλεξη σε φανταστικό ακροατήριο. «Αυτό είναι το Άλφα και το Ωμέγα στην λογοτεχνία. Ναι αγαπητέ μου! Η ανυπόκριτη τολμηρή αλήθεια και η σωστή μεταφορά στο χαρτί! Τώρα θα μου πείτε… Τον καλλωπισμό των προτάσεων και των λέξεων; Ε, όσο γι’ αυτό… Ας τον αναλάβει το ταλέντο εάν φυσικά υπάρχει».

«Κύριε τζανέτη, τον κοίταξε χαμογελαστά. Θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις…» 

«Ρωτήστε με ότι θέλετε. Αν και όλες οι απαντήσεις βρίσκονται μέσα στα βιβλία μου. Ξέρετε; Ειμαι συγγραφέας. Την επόμενη φορά θα σας φέρω μερικά. Όσο για το βιογραφικό μου… θα πρέπει πρώτα να κάνω κάτι μικρές διορθώσεις προσθέτοντας την τελευταία μου έκδοση και θα σας το φέρω». Συνέχισε να βηματίζει με ένα αφηρημένο ύφος στο γερασμένο πρόσωπό του και σταμάτησε μπροστά στο μεγάλο παράθυρο. Ανοίγοντας λίγο της κουρτίνες κοίταξε απ’ την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα.

«Εκεί έξω, κύριε Αντωνίου. Εκεί έξω. Στο δρόμο, είναι οι απαντήσεις που εσείς θέλετε και τα θέματα που εγώ αναζητώ, για την συγγραφεί των βιβλίων μου.  Α, τι βλέπω; Κρατάτε και σημειώσεις! Υπέροχα! Μπράβο! Χαίρομαι τους ανθρώπους που καταγράφουν τις απαντήσεις των άλλων! Γιατί αγαπητέ μου κύριε Αντωνίου, οι στιγμές που διατηρούμε και καταγράφουμε στο μυαλό μας ή στο χαρτί, μας χρησιμεύουν, για να συμπληρώσουμε το παζλ του μυθιστορήματος της ζωής. Συμφωνείτε;»

Γύρισε και τον κοίταξε με ύφος απορίας. 

«Απολύτως κύριε Τζανέτη, απολύτως». Η απάντησή του, συνοδεύτηκε με χαμογελαστό καταφατικό ανασήκωμα των φρυδιών και αλλαγή σελίδας, στο μεγάλο μπλοκ που είχε μπροστά του.

Πέρασε πίσω από το γραφείο και τον χτύπησε ενθουσιασμένος στην πλάτη, κοιτώντας την κόρη του, που ξαφνιασμένη από την αντίδρασή του είχε μισοσηκωθεί στο κάθισμά της.

«Ελένη παιδί μου, είχες δίκιο! Είχες μεγάλο δίκιο για την επιμονή σου να επισκεφθούμε τον κύριο Αντωνίου. Νομίζω ότι συνεννοούμαστε τέλεια».

«Πείτε μου κύριε Τζανέτη. Κοιμάστε καλά;»

«Αν κοιμάμαι καλά… Μα ναι βέβαια, βέβαια. Σωστή ερώτηση. Μην ανησυχείτε». Έκανε μια καθησυχαστική χειρονομία. «Την απόδοσή μου στο γράψιμο την κρίνω ικανοποιητική. Θα είμαι απόλυτα συνεπής κύριε… εκδότη απέναντί σας». Το -κύριε εκδότη- ακούστηκε ελαφρά τονισμένο και ειρωνικό. «Κοιμάμαι όσο καλά μπορεί να κοιμάται ένας συγγραφέας… Είναι βέβαια που καθυστερώ μερικές φορές να κοιμηθώ όταν σκέπτομαι με πόνο αυτά που δεν έγραψα, αυτά που οι άλλοι, με το βλέμμα τους και τα κουρασμένα χέρια τους που τα βλέπω να τα τρίβουν αμήχανα μου εμπιστεύθηκαν χωρίς να μιλούν… Νιώθω τότε ότι τους προδίδω, ότι τους καθυστερώ να βρουν τη δικαίωση που αναζητούν… Ξέρετε πόσα πράγματα μαθαίνετε κοιτώντας τους ανθρώπους; Αμέτρητες ιστορίες διηγούνται τα μάτια τους, τα χέρια τους, τα ρούχα τους, οι ζάρες στο πρόσωπό τους… Εσείς βέβαια με καταλαβαίνεται πως νιώθω… Πόσοι και πόσοι δεν θα έχουν περάσει φαντάζομαι απ’ το γραφείο σας… Άλλοι με ταλέντο που χάθηκαν στην ανωνυμία, άλλοι ατάλαντοι και τυχάρπαστοι, που ζήλεψαν τη μεγάλη ζωή των συγγραφέων, με τα ταξίδια για τις παρουσιάσεις, με τα αυτόγραφα, τις συνεντεύξεις στα περιοδικά και τις εφημερίδες, την προβολή στην τηλεόραση και άρχισαν για το όνειρο που δεν αξίζουν, να μουτζουρώνουν με ανυπόφορες αηδίες, αθώα χαρτιά…» Σταμάτησε στο κέντρο του γραφείου, έβγαλε τη θήκη με τα γυαλιά του και άρχισε να τα καθαρίζει προσεκτικά.

«Και εγώ;» Συνέχισε βηματίζοντας πάλι στο δωμάτιο που οι ζεστές, φθινοπωρινές ακτίνες του ήλιου μπαίνοντας απ’ το παράθυρο το έκοβαν στα δυο, μετατρέποντας την αιωρούμενη σκόνη σε μικρές λάμψεις. 

«Τι είμαι εγώ; Ποιος είμαι εγώ; Που ανήκω;» Τους κοίταξε ερωτηματικά, ενώ η κόρη του κουνιόταν με ανήσυχο βλέμμα στην πολυθρόνα της, κάνοντάς την σε κάθε της κίνηση να τρίζει.

«Εσείς που νομίζετε;  Άφησε  την πένα του και τον κοίταξε σταυρώνοντας τα χέρια επάνω στο μεγάλο γραφείο. Για πείτε μου κύριε Τζανέτη, εσείς που πιστεύετε ότι ανήκετε;»

Τον κοίταξε με το πικρό βλέμμα της αυτογνωσίας και κάθισε βαριά στην πολυθρόνα.

«Στα σπαταλημένα χρόνια». Η φωνή του ακούστηκε αργά και έντονα σοβαρή.

«Έτσι νομίζετε; Ότι τα χρόνια σας έχουν σπαταληθεί; Πιστεύετε ότι θα είχατε κάνει περισσότερα;»

«Εαν μιλάμε για τη λογοτεχνία ναι. Για αυτή δεν μιλάμε;» Έγειρε το σώμα του προς το γραφείο και η έντονη ειρωνεία στα μάτια του, έκανε το συνομιλητή του να κατεβάσει ταραγμένος το βλέμμα, προσηλώνοντάς το στην πένα, που στριφογύριζε αμήχανα στα δάκτυλά του.

«Ναι. Πως βέβαια. Για την λογοτεχνία μιλάμε… Και πιο γενικά για εσάς, για τη ζωή σας…»

«Αν μιλάμε για τη λογοτεχνία, η σωστή απάντηση είναι αυτή που σας έδωσα. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια σε μια θεατρική κίνηση. Αν όμως μιλάμε γενικά για τη ζωή μου, οι απαντήσεις είναι άλλες και βέβαια δεν νομίζω να ενδιαφέρουν έναν… εκδότη… Ίσως, λέω, ίσως». Τον κοίταξε έντονα, ενώ με το ίδιο βλέμμα κοίταξε και την κόρη του, που με έκδηλη ταραχή είχε προσηλωθεί στο πάτωμα. «Τι λέτε; Δεν νομίζετε ότι θα ενδιέφεραν περισσότερο έναν ψυχολόγο ή καλύτερα έναν ψυχίατρο; Έτσι δεν είναι αγαπητέ μου κύριε Αντωνίου;»

«Ναι βέβαια… Αλλά εγώ θα ήθελα… »

Τον σταμάτησε. «Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω δεν χρειάζεται να πείτε περισσότερα. Θέλετε να μάθετε για εμένα. Ας γίνει έτσι…» Με μικρό αναστεναγμό χτύπησε τις παλάμες του στα γόνατά του και σηκώθηκε βαριεστημένα. 

«Τι θέλετε να σας πω για τα παιδικά μου χρόνια; Για την εφηβεία και τις επιλογές μου; Πως έζησα; Πιστεύετε ότι η ζωή μου για σας έχει κάποιο ενδιαφέρον;» 

Σταύρωσε τα χέρια στην πλάτη και πηγαίνοντας με μικρά βήματα στο παράθυρο κοίταξε επίμονα έξω μισοκλείνοντας τα μάτια σαν να τον ενοχλούσε ο ήλιος ή αυτό που ήταν αναγκασμένος να ξανάβλεπε στο παρελθόν του για τη διήγηση.

«Δύσκολη η δεκαετία του πενήντα που γεννήθηκα. Και η πόλη, η Αθήνα, δεχόταν ορδές επαρχιωτών που πούλαγαν τα κτηματάκια τους και κατεβαίναν ζαλισμένοι από πολύωρα ταξίδια με τρένα και καράβια με την -σύσταση- όπως λέγαν την διεύθυνση, γραμμένη, σε τσαλακωμένα χαρτάκια, κρατώντας στα τραχιά χέρια τους, χαλασμένες βαλίτσες που δέναν με σκοινιά και ραμμένα καλάθια με κότες, χυλοπίτες, τραχανά και ζυμωτό ψωμί. Πεσκέσι, για τον συγχωριανό τους βουλευτή, που θα τους βοηθούσε να γίνουν βιομηχανικοί  εργάτες, ή  ν’ αγοράσουν ανήλιαγα, υπόγεια θυρωρεία.

Κατοικούσαμε τότε στο Περιστέρι και εγώ θυμάμαι, το νερό και το χώμα… Αυτά τα δυο στοιχεία είναι τα πρώτα που έρχονται έντονα στην μνήμη μου. Σαν τους προσωκρατικούς φιλόσοφους… Νερό στους χειμώνες και βρεγμένα χιλιοεπισκευασμένα παπουτσια με μπαλωμένες κάλτσες που ξύλιαζαν τα πόδια μου.  Νερό, πολύ νερό και η μάνα μου σκυφτή, με την ψάθινη σκούπα, να το σπρώχνει να φύγει απ’ το τσιμεντένιο μας πάτωμα. Νερό και στους στρογγυλούς κουβάδες με το χερούλι στην μέση, που γέμιζε απο τον νερουλά και κουβαλούσε βογκώντας στην κουζίνα. Νερό, στο ημιστρόγγυλο πράσινο βρυσάκι, που κρεμόταν πάνω απ’ το φτιαγμένο με κόκκινο μωσαϊκό νεροχύτη, παρέα με τις κατσαρόλες, τις κουτάλες και τα τηγάνια. Νερό, που πάγωνε τα χειμωνιάτικα πρωινά, στις λακκούβες του δρόμου για το σχολείο, φτιάχνοντας, ένα μικρούλικο, αυτοσχέδιο παγοδρόμιο για εμάς, τα φτωχά παιδιά των κατώτερων δυτικών συνοικιών…» Κουνώντας το κεφάλι χαμογέλασε. «Θυμάμαι, ότι το πατάγαμε για να νιώσουμε το γλίστρημα και ν’ ακούσουμε το τρίξιμο, καθώς έσπαγε κάτω από τα πόδια. Παίρναμε απ’ τον σπασμένο πάγο, μικρά κομμάτια σαν τζαμάκια, που έλιωναν γρήγορα, παγώνοντας και μουσκεύοντας τα χέρια μας…» Σταμάτησε να μιλά, τρίβοντας μεταξύ τους τα χέρια του. Ίσως, οι παλιές του αναμνήσεις να τον παγώνουν ακόμα. 

«Και το χώμα; Τι είναι για εσάς το χώμα;» Γύρισε με θόρυβο σελίδα στο σημειωματάριο. «Πείτε μου, πως εσείς το φαντάζεσθε; Τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σας;»

Γύρισε στην πολυθρόνα, κάθισε και έσμιξε τα ακροδάχτυλα των χεριών του, σουφρώνοντας τα χείλη.

«Το ρόλο και τη θύμηση του καλοκαιριού. Το χώμα είναι καλοκαίρι. Ένα μεγάλο, όμορφο, χωμάτινο καλοκαίρι. Γεμάτο με αρώματα φρούτων, διακοπών, θάλασσας, δροσερών δωματίων και αγνού, νεανικού έρωτα».

«Σας αρέσει απ’ ότι καταλαβαίνω το καλοκαίρι…

Υπάρχω και ζω, για το καλοκαίρι κύριε Αντωνίου· μόνο, για το καλοκαίρι. Κάθε χρόνο, όταν τελειώνει το νοσταλγώ αμέσως, περιμένω το επόμενο…»

«Το χώμα όμως, δεν μου είπατε, πως το συνδέετε με το καλοκαίρι;»

«Συνδετικό στοιχείο του είναι, η μυρωδιά». 

«Δηλαδή; Πείτε μου παρακαλώ, τι εννοείτε λέγοντας η μυρωδιά;» Έκλεισε το μπλοκ και με την ανάποδη της πένας του, άρχισε να χτυπά ρυθμικά το εξώφυλλο.

«Το καλοκαίρι είναι χώμα. Άσπρο, καφετί, κόκκινο, ξανθό, που κολλά και μυρίζει χαρά επάνω στο παιδί που παίζει γυμνό στο καταμεσήμερο. Στον εργάτη που ιδρώνει στην σκαλωσιά, χτίζοντας των άλλων απατηλές περιουσίες και μυρίζει κούραση. Στα απογεύματα, που βρεγμένο από τις παλιές καταβρεχτήρες των δήμων και τα λάστιχα του ποτίσματος, μυρίζει καλή γειτονιά και φιλία. Το χώμα! Αυτό το λατρεμένο μου χώμα! Που το πατούν και τσιμπά παιχνιδιάρικα τα γυμνά πόδια των γυναικών, που στηρίζουν περήφανα πάνω τους, τη ζωή και την ομορφιά του κόσμου».

Ανακάθισε καλύτερα, ξανάνοιξε  το μπλοκ και άρχισε να σημειώνει.  «Σας ευχαριστώ κύριε Τζανέτη.  Κατάλαβα πως σκέπτεσθε και τι εννοείτε».

«Το εύχομαι κύριε Αντωνίου, ειλικρινά το εύχομαι να με καταλάβατε. Μονο που…» Σταμάτησε πιάνοντας το χερούλι της μπαλκονόπορτας και την άνοιξε. Ο θόρυβος του δρόμου πλημμύρισε το δωμάτιο. «Ακούτε; Ακούτε τη ζωή με πόσους ήχους μας φωνάζει;» Χαμογελώντας και κουνώντας το κεφάλι τη ξανάκλεισε. «Τώρα εμένα, θα μου επιτρέψετε να κατέβω στο δρόμο». Προχώρησε μπρος την εξώπορτα. Την άνοιξε και σταματώντας στο άνοιγμα γύρισε και τους κοίταξε. «Ασφυκτιώ μέσα σε κλειστούς χώρους που η ζωή μένει έξω απο την πόρτα. Για μένα η ασφάλεια, σημαίνει στασιμότητα και θάνατος. Στο δρόμο είναι η ζωή. Εκεί που περπάτα κουβαλώντας αγόγγυστα, τα καλοκαίρια και τους χειμώνες, το σκοτάδι και το φως, τη χαρά και τη λύπη. Εκεί θα κατέβω· στο δρόμο. Να καταναλώσω με ηδονή, την απαγορευμένη νικοτίνη μου, ανάμεσα, στα αδιάφορα βλέμματα των ανθρώπων. Εσείς μπορεί ίσως να θέλατε να με ρωτήσετε και να σας διηγηθώ και άλλα πράγματα απ’ τη μικρή ασήμαντη ζωή μου. Φρονώ, ότι αυτά που σας είπα να είναι επαρκή για να βγάλετε το πόρισμά σας. Όσο για τα υπόλοιπα… Μπορεί να σας τα διηγηθώ σε κάποιο βιβλίο μου… Αν βέβαια μου δοθεί η χρονική επάρκεια να προλάβω». 

Τους κοίταξε χαμογελώντας. «Να σας δώσω και εσάς το δικό σας απαιτούμενο χρόνο να μιλήσετε με την κόρη μου που ανησυχεί για μένα, γιατί ξεχνώ κάποια πράγματα, γιατί  ειμαι αφηρημένος, γιατί μιλώ μερικές φορές αφηρημένα… ακαταλαβίστικα. Ας είναι… Εξηγήστε της εάν μπορείτε, με δικά σας λόγια σας παρακαλώ, γιατί τα δικά μου ακούγονται πολλές φορές περίεργα, ότι, είμαι αρκετά συνειδητοποιημένος ώστε να μη χρειάζεται να σας ονομάζει… εκδότη για να με φέρει απέναντί σας. Το είδα στην πόρτα με τη μπρούτζινη πινακίδα και στο πτυχίο σας, ότι είστε ψυχίατρος. Δεν φοβάμαι τις λέξεις, έμαθα να τις αγαπώ, καθαρές και γνήσιες». Η κόρη του είχε μισοσηκωθεί στο κάθισμά της. Την αγκάλιασε απ’ τους ώμους και χαμογελώντας τη φίλησε. «Πείτε της γιατρέ να μη φοβάται για την υγεία μου. Απλά μεγάλωσα. Οι εικόνες που μάζεψα στο φιλμ της ζωής ήρθε ο καιρός που πρέπει να εμφανιστούν. Αυτό πολλές φορές είναι οδυνηρό… Εξηγήστε της γιατρέ πως η ποινή που μου επεβλήθη στη γέννησή μου, να ζήσω με αισθήματα ισόβια φυλακισμένος στην κοινωνία, τελειώνει… Πείτε της, ότι το ποτήρι της ζωής μου βάρυνε. Γέμισε ανυπόφορα». Τους έδειξε τα χέρια του. «Βλέπετε; Τα κουρασμένα γεροντικά χέρια μου, αυτά που χάιδεψαν όμορφα πρόσωπα και στέγνωσαν δακρυσμένα μάγουλα, είναι πλέον αδύναμα να το κρατήσουν. Δεν μπορούν. Πρέπει, αυτό το βαρύ ποτήρι, ν’ αδειάσει στο ζεστό χώμα του καλοκαιριού και να το ξεπλύνουν, οι κρύες βροχές του χειμώνα…»

Χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης του.

Τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. 

«Μην ανησυχείς. Όπως ερχόμαστε, είδα στη γωνία ένα μικρό βιβλιοπωλείο. Εκεί θα είμαι.  Ανάμεσα στις τυπωμένες σκέψεις των άλλων, που αγαπώ».

Τους κοίταξε, χαμογέλασε, άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε στο δρόμο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ

Ο Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου Κωνσταντίνος Μουτζούρης υποδέχτηκε σήμερα φοιτητές δημοσιογραφίας από το Πολιτικό ίδρυμα  Konrad – Adenauer Stiftung (KAS) της Γερμανίας, κατόπιν αιτήματος των...

ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

Ανακοίνωση ΛΑΣ Δήμου Χίου Δεν περιμέναμε τίποτα το διαφορετικό από το δήμαρχο της Χίου στο ταξίδι του στις ΗΠΑ, προσκαλεσμένος της ομογένειας , από...

ΧΙΟΣ

Ανακοίνωση Συλλόγου Δικαστικών Υπαλλήλων Χίου ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ ΣΤΙΣ 24 ΑΠΡΙΛΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΥ “ΚΑΤΑΡΓΕΙ” 113 ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ! ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΝΑ...

ΕΘΝΙΚΑ

Τα κλιμάκια της Ελλάδας και της Τουρκίας συνεχίζουν να εργάζονται κεκλεισμένων των θυρών στην αίθουσα Καποδίστριας του Υπουργείο Εθνικής Άμυνας,για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης....

Advertisement