Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

Βιβλίο με τσαλακωμένες σελίδες

 Του Κωνσταντίνου Βολάκη

Διήγημα

Συνέχεια από προηγούμενο φύλο

…..Μια γλυκιά γυναικεία φωνή με λίγο ψεύδισμα που την έκανε πιο θηλυκή  και ένα όμορφο άρωμα τον έκαναν να αφήσει το παλάτι της επιτυχίας που κατοικούσε και το θρόνο του θριάμβου που καθόταν και να μισοσηκωθεί ξαφνιασμένος. Του ζητούσε να παραμερίσει λιγάκι την καρέκλα του για να περάσει στο διπλανό τραπεζάκι. Παραμέρισε ευγενικά και με γενναιόδωρο χαμόγελο. Κάθισε απέναντί του σταυρώνοντας με γυναικεία χάρη τα πόδια. Την κοίταξε, Ήταν όμορφη. Και η μέρα ήταν όμορφη. Και η Αθήνα του Μένη Κουμανταρέα, του Κώστα Ταχτσή, του Σεφέρη, του Ελύτη, ήταν όμορφη. Και η δική του αγαπημένη Αθήνα. Η Αθήνα που γεννήθηκε, μεγάλωσε και ερωτεύτηκε στους δρόμους και τα πάρκα της, είναι και θα είναι για πάντα· όμορφη… Χαμογέλασε, ακούγοντας την στολισμένη λατέρνα που ανέβαινε αργά απ’ την οδό Βύσσης με το γέρο οργανοπαίκτη, που φορούσε μάγκικα, στραβά στο κεφάλι του καπέλο -καβουράκι-, σαν του Μίμη Φωτόπουλου, στην γνωστή, παλιά ελληνική ταινία.

  Πλήρωσε την νεαρή σερβιτόρα με την κούραση αποτυπωμένη στο νεανικό της πρόσωπο, μάζεψε τα πράγματά του και κατηφόρισε την Ευριπίδου προς την Αθηνάς. Τα τσιμένια του παστουρμά μαζί με τις μυρωδιές των άλλων αλλαντικών και των τυριών, του χτύπησαν στη μύτη, ανασύροντας παλιές θύμισες  Τότε, που κρατώντας το χέρι του πατέρα του κατέβαιναν με το λεωφορείο, τα παλιά μπλε scania με τον εισπράκτορα,  στο κέντρο για ψώνια.

Χώθηκε στην κρεαταγορά της Βαρβακείου. Ήθελε να δει τα κρεμασμένα κρέατα στα τσιγκέλια και ν’ ακούσει τις φωνές των χασάπηδων. Παλιές αγαπημένες σκηνές… Στάθηκε στην έξοδο της Αθηνάς, να φύγει από τη μύτη του η μυρωδιά του σφαγμένου κρέατος.     Γυναίκες και άντρες περνούσαν κρατώντας τσάντες  και πλανόδιοι μικροπωλητές πουλούσαν πλαστικές σακούλες, κάλτσες και σκόρδα πάνω σε αυτοσχέδιους πάγκους φτιαγμένους με μισοσπασμένα τελάρα και κοφίνια. Προχώρησε στην γωνία Αθηνάς και Σοφοκλέους. Η οδός Αθηνάς, το πολιτιστικό σύνορο της Σοφοκλέους. Του δρόμου με τα δυο πρόσωπα. Την ημέρα, προς την μεριά που καταλήγει στη Σταδίου, κουστουμαρισμένοι κύριοι με τις οικονομικές εφημερίδες στη μασχάλη, κρατώντας ακριβούς χαρτοφύλακες πωλούν και ανταλλάσουν κεφάλαια και μετοχές. Τις νύχτες, στη μεριά που καταλήγει στην οδό Πειραιώς, ανάμεσα στους μετανάστες που σχηματίζουν πολύχρωμο ανθρώπινο μωσαϊκό και στα μαγαζιά που πωλούν κονσέρβες αγνώστου προελεύσεως και ξύλινες κουτάλες, δίπλα σε μικρές φιάλες υγραερίου για γκαζάκια, πρόωρα γερασμένες πόρνες στολισμένες με προκλητικά ρούχα και βαμμένες με φτηνά καλλυντικά καλούν με φωνή βραχνή τους αργοπορημένους διαβάτες να τους προσφέρουν γρήγορο, πληρωμένο έρωτα.  

  Άπλωσε  το χέρι και σταμάτησε το πρώτο άδειο ταξί που περνούσε. Κατέβηκε δυο στενά πριν απο την πολυκατοικία που έμενε για ν’ αγοράσει κάτι ετοιματζίδικο -δυο σουβλάκια με πίτα και πατάτες- για μεσημεριανό. Τα ρεμπέτικα τραγούδια απ’ το ηχοσύστημα και την εκνευριστική φωνή του πολυλογά ταξιτζή που ανέλυε με ηλίθια λογική την κυβερνητική πολιτική με αρκετά συχνές διακοπές για να βρίσει και να μουτζώσει τους άλλους οδηγούς, κουδούνιζαν ακόμη στ’ αυτιά του. 

Στην είσοδο της πολυκατοικίας, με μια παλιά μισοκουμπωμένη ρόμπα που άφηνε να φαίνονται τα τεράστια στήθη και οι κιρσοί με τους φλεβίτες στα πόδια της, η χοντρή Βουλγάρα καθαρίστρια τίναζε με οργισμένα απανωτά χτυπήματα σα να το μισούσε, το ψάθινο χαλάκι της εισόδου. «Καλομέρα σας κύριο Στρήτο μας» τον υποδέχτηκε με τα κορακίστικα Ελληνικά της. «Καλημέρα σας κυρία…» Το άφησε το όνομά της να αιωρείται. Ξεροκατάπιε, δεν το θυμόταν.  «Που να πάρει η οργή»,  μουρμούρισε. «Μα ονόματα είναι αυτά που έχουν; Τι στο δαίμονα, ο Ντοστογιέφσκι τους βάφτισε; Είναι δύσκολα. Λες και τα έφτιαξαν χημικοί με ονομασίες από συστατικά φαρμάκων…» Όλες αυτές τις γυναίκες που είχαν κατακλύσει την Ελλάδα απ’ τις πρώην σοβιετικές χώρες, τις έλεγε χαριτολογώντας -Σβετλάνες-. Όνομα, από την κόρη του Στάλιν που θυμόταν. Και όλους τους άντρες, Τσαουσέσκου, απ’ τον εκτελεσμένο Ρουμάνο δικτάτορα. Μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού αποχαιρέτισε την -πως την λένε- που τον κοιτούσε χαμογελαστή με το χαλί στο χέρι και μπήκε στο ασανσέρ. Σε κάθε όροφο που περνούσε ο θάλαμος του ασανσέρ, εισχωρούσαν από την πόρτα του, οι μυρωδιές των φαγητών που μαγείρευαν οι ένοικοι, ο ήχος απ’ τα πρωινάδικα της τηλεόρασης και τα κλάματα των παιδιών που μάλωναν με υστερικές φωνές, στριγκλίζοντας οι μανάδες τους.

Κατέβηκε στον τελευταίο όροφο. Ανέβηκε τη μικρή τσιμεντένια σκάλα που τον οδηγούσε στα δυο μικρά δωματιάκια που είχε νοικιάσει φτηνά στην ταράτσα της πολυκατοικίας, ανάμεσα στο δάσος των κεραιών απ’ τις τηλεοράσεις. Πέρασε προσεχτικά ανάμεσα απ’ τ’ απλωμένα για να στεγνώσουν σώβρακα του κυρ Χαράλαμπου, τις παλιομοδίτικες κιλότες της κυρά Ευτέρπης του τετάρτου και χαμογέλασε με πονηρό ύφος μπροστά στα μικροσκοπικά, δαντελωτά στριγκάκια -ε, καλά τώρα… ποιανής άλλης;- Της πληθωρικής και πρόθυμης σε όλα ζωντοχήρας Ουρανίας του δευτέρου, που θέλει,  για το πιο εύηχο και κομψό να την φωνάζουν… Ράνια. 

Έβαλε το κλειδί στην παλια σιδερένια πόρτα με το ραϊσμένο αδιάφανο κρύσταλλο και την ανασήκωσε λιγάκι, γιατί  η γλώσσα της κλειδαριάς, πάντοτε στο άνοιγμα μάγκωνε. Τον υποδέχτηκε ένας γρήγορος αναστεναγμός απ’ το τρίξιμο όταν την έσπρωξε και μυρωδιά  απορρυπαντικών. -Πέμπτη σήμερα, θα είχε έρθει η γυναίκα που του καθάριζε το σπίτι και του σιδέρωνε τα ρούχα- το μισοσκόταδο από τα κλειστά παντζούρια και η πηχτή ησυχία της απουσίας ανθρώπου… Ακούμπησε την πλαστική τσαντούλα με το φαγητό στο τραπέζι της κουζίνας, ψάρεψε τις παντόφλες του σκύβοντας κάτω απ’ το κρεβάτι και έβαλε στη ράχη της καρέκλας το σακάκι του. Ανοίγοντας το ψυγείο, στο αρρωστιάρικο φως του φάνηκαν τα λιγοστά πράγματα που χαρακτηρίζουν έναν εργένη και ανάμεσά τους, ένα μισογεμάτο ξεχασμένο -ποιος ξέρει από πότε;- Μπουκάλι ρετσίνα. Έβγαλε ένα κρασοπότηρο, έβαλε κρασί μέχρι λίγο πάνω από την μέση, συνήθεια που είχε αποκτήσει απ’ τον παππού του, -μεγάλο φίλο του κρασιού- που του ‘λεγε: «Ποτέ μην το γεμίζεις μέχρι επάνω Στράτο το ποτήρι. Δεν είναι παιδάκι μου δανεικό» και το ακούμπησε στο τραπέζι. Έσκισε τη νάιλον τσάντα ανοίγοντάς την και άπλωσε το φαγητό του πάνω της. Πήγε στο μπάνιο, έπλυνε τα χέρια του και έβρεξε το πρόσωπό του. Το νερό που κύλισε αργά στο λαιμό του το δέχτηκε με ευχαρίστηση. Γύρισε στην κουζίνα και άνοιξε τα παντζούρια. Ανάμεσα απ’ τους σκουριασμένους ιστούς των τηλεοράσεων, τα δορυφορικά πιάτα, τα καλώδια, τα μηχανοστάσια των ασανσέρ και τις απλωμένες μπουγάδες, ο γκρίζος όγκος του Υμηττού, ροκάνιζε με τις κορφές του, το γαλάζιο τ’ ουρανού. Ο αέρας που ακούμπησε το βρεγμένο ακόμη πρόσωπό του τον αναζωογόνησε και ακίνητος, έκλεισε τα μάτια να δυναμώσει την απόλαυση. Το «Κοντσέρτο της πόλης για ένα ταξί, δυο γιώτα χι, ένα φορτηγό και ένα λεωφορείο» όπως ονομαζε το βουητό της κυκλοφορίας ήρθε έντονο, συνοδευμένο με άρωμα από ελαφριά μυρωδιά, όπως λένε οι διαφημίσεις, -βενζίνης εκατό οκτανίων και πετρέλαιο με βελτιωτικά, που καθαρίζουν τον κινητήρα-.

Συνέχεια στο επόμενο φύλλο

Κωνσταντίνος Βολάκης
Από το βιβλίο Διηγημάτων: «Το παρόν φυλάσσετε σε θερμοκρασία δωματίου».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΕΡΓΑ

Οι πιο γρήγορες πτήσεις διαρκούν από 2 έως 20 λεπτά στον αέρα, με μία από αυτές να πραγματοποιείται πάνω από τα νερά του Αιγαίου....

ΧΙΟΣ

Ο Δήμος Χίου ενημερώνει ότι στα πλαίσια του έργου «Βελτίωση Ασφαλείας Οδών Δήμου Χίου», θα ξεκινήσει εργασίες στις παρακάτω οδούς: Α) Τμήμα της οδού...

ΠΕΡΙΕΡΓΑ

Τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι ένας στρατιωτικός οδηγός κατέγραψε αντιαεροπορικές συστοιχίες πυραύλων  του Iron Dome και έστειλε τις φωτογραφίες στο ψεύτικο  προφίλ μιας...

ΧΙΟΣ

ΣΑΒΒΑΤΟ – ΚΥΡΙΑΚΗ 27-28/4/2024 SATURDAY – SUNDAY 27-28/4/2024 ΚΑΡΥΕΣ ΧΙΟΣ – KARIES VILLAGE CHIOS  Ημέρα  Δράση  Ώρα  Τοποθεσία Πέμπτη 25/4/2024  Συνέντευξη Τύπου  12:00  Αίθουσα...

Advertisement