Γράφει η Ευγενία Γάλλου
Συχνά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε με έμφαση ότι κάποιος μιλάει άριστα μια ξένη γλώσσα, χρησιμοποιούμε τη φράση: “τα μιλάει φαρσί”. Για παράδειγμα «Φαρσί» τα μιλάει τα γαλλικά ή Λέει το μάθημα της ιστορίας «φαρσί». Πώς να προέκυψε, άραγε, η έκφραση «ξέρω (κάτι) φαρσί»;
Η λέξη “φαρσί” έχει, δηλαδή, λάβει στη συγκεκριμένη φράση της νεοελληνικής γλώσσας τη συντακτική θέση του επιρρηματικού προσδιορισμού. Δεν πρόκειται, όμως, για επίρρημα…
Με την ονομασία Φαρσί (ή Παρσί > Pars > Persia) είναι γνωστή η περσική γλώσσα. Πρόκειται για τη συνέχεια της αρχαίας περσικής γλώσσας. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα η Φαρσί αναδείχθηκε σε γλώσσα των Γραμμάτων και του Πολιτισμού σε εκτεταμένες περιοχές του ισλαμικού κόσμου. Ήταν η γλώσσα που όφειλε να κατέχει άριστα κάθε μορφωμένος κι εκλεπτυσμένος ανατολίτης που ήταν μέλος της κοινωνικής ελίτ.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η φράση “τα μιλάει φαρσί” αποτελεί τουρκικό κατάλοιπο. Η τουρκική γλώσσα έχει εμπλουτιστεί με πολλά δάνεια από την περσική και, επιπλέον, όπως ήδη αναφέρθηκε, η καλή γνώση της Φαρσί εκλαμβανόταν ως απόδειξη υψηλού πολιτισμικού και κοινωνικού επιπέδου.
Συνεπώς, η φράση αυτή, πριν αποκτήσει τη σημερινή, διευρυμένη, σημασία, χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει αυτόν που μιλάει άριστα τα περσικά.
