Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

Του «Πολύ» το… «Τίποτα»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Βολάκης

 

Νουβέλα

Οι αυτόματες πόρτες έκλεισαν πίσω του. Ένιωσε την ανυπόφορη ζέστη του καλοκαιριάτικου μεσημεριού να τον χαστουκίζει στο πρόσωπο και τον ιδρώτα του να κυλά στο στήθος και την πλάτη.
Κοντοστάθηκε, ανασαίνοντας με δυσφορία το ζεστό αέρα και σήκωσε το χερούλι της βαλίτσας του.
Κατευθύνθηκε στην εξωτερική καφετέρια του αεροδρομίου λασκάροντας τη γραβάτα του και ξεκουμπώνοντας με ανακούφιση το πάνω κουμπί του κολάρου απ’ το πουκάμισό του.
Αισθάνθηκε πιο άνετα. Αυτό το περίεργο όνειρο που είχε δει απόψε, του είχε χαλάσει τη διάθεση και δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα. Ένα κομμάτι από ‘δω, άλλο κομμάτι από ‘κει… Έντονα, υπήρχε μόνο η εικόνα εκείνου του αδύνατου ψηλού νεαρού, που κάτι ήθελε, κάτι του έλεγε, κάτι του ζητούσε. Και μετά, η συχωρεμένη από χρόνια μάνα του. Μπερδεμένα πράγματα δηλαδή…
Σκαρφάλωσε στο σκαμπό και ήπιε άπληστα με μεγάλες γουλιές, το παγωμένο νερό που του προσέφερε η σερβιτόρα, σημειώνοντας την παραγγελία για τον καφέ του.
Οι μεγάλοι ανεμιστήρες με την υδρονέφωση, προσέφεραν αρκετή ευχάριστη δροσιά στους λίγους πελάτες, που πλήρωναν με εξορία στην ζέστη του Ιουλίου, την επιμονή τους για κάπνισμα.
Έβγαλε το σακάκι του και το πέρασε προσεκτικά ανάμεσα στο χερούλι της βαλίτσας, με τις σίγουρες κινήσεις ενός πεπειραμένου ανθρώπου που ταξιδεύει συχνά.
Οι διακεκομμένες ματιές που έριχνε μπρος το μέρος του η κοπέλα που του έφτιαχνε τον καφέ, το νόημα της σερβιτόρας δείχνοντας τον με το κούνημα του κεφαλιού όταν της έδωσε να ετοιμάσει την παραγγελία και το μικρο των ηλικιών τους, τον έκαναν φιλάρεσκα να χαμογελάσει.
Όχι ότι γι’ αυτόν η αίσθηση του γυναικείου θαυμασμού ήταν κάτι πρωτόγνωρο που τον ξάφνιαζε. Αντίθετα, την απολάμβανε πάντα, όσες φορές κι αν του τύχαινε.
Πριν τρεις μέρες είχε τα γενέθλιά του. Με κάποια ακόμα χρονικά άλματα που αντιστοιχούσαν στα δάχτυλα του ενός χεριού, θα γιόρταζε τα πρώτα…ήντα.
Το αθλητικό του σώμα, αποτέλεσμα του πολυμηχανήματος και του διαδρόμου γυμναστικής που είχε σπίτι του -που χρόνος για γυμναστήρια- ντυμένο πάντα με σωστά κομψά ρούχα, καθώς και τα γκριζαρισμένα μαλλιά που πλαισίωναν ένα όμορφο αντρικό πρόσωπο δεν περνούσε αδιάφορο, κάνοντας τον γυναικόκοσμο να τον κοιτά και τους άντρες να τον ζηλεύουν.
Τα πολλά ταξίδια στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες του κόσμου λόγω εργασίας, το επίπεδο της μόρφωσής του -αποτέλεσμα καλών σπουδών- η ευχέρεια λόγου σε πολλές γλώσσες και το διόλου ευκαταφρόνητο εισόδημά του, συνηγορούσαν στο σύνολο της εμφάνισής του, προσδίδοντάς του έναν εμφανή αέρα, επιτυχίας.
Δεν ήταν βέβαια πάντα η ζωή του έτσι.
Τη φτωχική εργατική συνοικία που μεγάλωσε, σκεπασμένη μόνιμα σχεδόν με ένα γκρίζο ουρανό από τα φουγάρα των εργοστασίων, την είχε διαγράψει από τη σκέψη του. Θα έλεγε κάνεις ότι την μισούσε.
Τι καλό είχε εξάλλου να θυμηθεί απ’ αυτή;

Τα χαμηλά σπιτάκια που τα περισσότερα είχαν κτιστεί παράνομα με τσιμεντόλιθους και λαμαρίνες σε μια νύχτα; Τους κουρασμένους εργάτες που έφευγαν αξημέρωτα και γυρνούσαν το σούρουπο; Τους χωματόδρομους που με την παραμικρή βροχή γέμιζαν νερολακούβες και λάσπη; Τα φτηνά σπασμένα παιγνίδια ή τον πατέρα που πέθανε νωρίς όταν αυτός ήταν στην αρχή της εφηβείας, μισοπαράλυτος από εγκεφαλικό σ’ ένα θάλαμο με πολλά κρεβάτια του βρόμικου, παλιού νοσοκομείου δημόσιας περίθαλψης;
Μια μάνα μαυροφορεμένη και δυο ορφανά, αυτός και η αδερφή του, απέμειναν από τότε, να κατοικούν στο ισόγειο σπίτι με το ένα δωμάτιο, το χολάκι και την κουζίνα. Μια κουζίνα που γινόταν λουτρό με μια σκάφη, κάθε Σάββατο. Και η τουαλέτα, έξω στην αυλή, την γεμάτη με τους ασβεστωμένους ντενεκέδες του λαδιού για γλάστρες στις μαντζουράνες, τα βασιλικά που μοσχομύριζαν και τα νυχτολούλουδα με το βαρύ άρωμα.
Δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Αλήθεια, πολύ δύσκολα…
Στις σχολικές διακοπές, ακολουθούσε αξημέρωτα την μαντιλοδεμένη μητέρα του, τουρτουρίζοντας μέσα στο πρωινό αγιάζι, στα γεμάτα λεωφορεία από νυσταγμένο εργατόκοσμο με τα χαραγμένα και πρόωρα γερασμένα από τη δουλειά χέρια τους, πηγαίνοντας στις πλούσιες περιοχές της Αθήνας για το μεροκάματο της υπηρέτριας.
Η μικρότερη αδερφή του καθόταν με τη θεία του. Την έπαιρναν μετά τη δουλειά αργά το απόγευμα, κουβαλώντας σε νάιλον τσάντες ταπεράκια με τα περισσεύματα που της έδιναν οι κυρίες από τα πάρτι και τις δεξιώσεις.
Τα μαλλιά της μητέρας του, εξείχαν γκριζαρισμένα από το μαυρομάντιλο, όταν προσκυνούσε τις εικόνες και τους σταυρούς στις εκκλησίες και τα μοναστήρια που έτρεχε, όταν δεν είχε μεροκάματο.
«Τι τα θέλεις τα προσκυνήματα, τους παπάδες, τα λιβάνια, τα καντήλια και τους μεγάλους σταυρούς ρε μάνα» της έλεγε, «τι τους θέλεις; Δεν βλέπεις πού μας έχει καταντήσει ο Θεός σου; Πρέπει να τον ευχαριστήσουμε κιόλας;»
«Σώπασε παιδάκι μου», τον απόπαιρνε εκείνη και σταυροκοπιόταν, με ζωγραφισμένο το φόβο στο πρόσωπό της. «Σώπασε. Μη λες τέτοια πράγματα σε παρακαλώ. Δεν θέλω ν’ ακούω τέτοιες κουβέντες από σένα. Υπάρχουν και χειρότερα.. Κοίταξε γύρω σου».
«Κοιτάω ρε μάνα!» της απαντούσε, «Κοιτάω και βλέπω ότι μερικοί ζουν σαν βασιλιάδες κι εμείς είμαστε οι υπηρέτες τους! Για πες μου, ο Θεός που προσκυνάς και προσεύχεσαι τι κάνει γι αυτό; Δεν έχεις καταλάβει ότι εμείς και μόνο εμείς μπορούμε να φροντίσουμε τον εαυτό μας; Εμείς ρε μάνα είμαστε υπεύθυνοι και καθορίζουμε την ζωή μας και κανένας άλλος. Δεν υπάρχει τίποτα μετά από τον άνθρωπο. Ούτε θεός ούτε διάβολος».
«Υποκλιθείτε τώρα μιλάει και ο νέος Θεός», τον ειρωνευόταν η αδερφή του ενώ η μητέρα του βουρκωμένη, σταυροκοπιόταν μουρμουρίζοντας: «Μην τον ακούς Παναγιά μου… Έχει πικραθεί κι έχει πονέσει πολύ η καρδούλα του… Συγχώρεσέ το το παιδάκι μου…»
Πραγματικά κοιτούσε… Αλλά έβλεπε, έναν κόσμο διαφορετικό απ΄ αυτόν που είχε ζήσει μέχρι τότε και γνώριζε. Κι αυτή την επιμονή της με τα προσκυνήματα, ποτέ δεν την κατάλαβε. Μπορεί να την αποδέχτηκε, ν’ απέφευγε να αναφέρεται σε τέτοια θέματα γιατί αγαπούσε την μητέρα του και δεν ήθελε να της εναντιώνεται, αλλά αν και από τότε περάσαν πολλά χρόνια, ποτέ δεν μπόρεσε να συμφωνήσει μαζί της.
Οι μεγάλοι σε φάρδος ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι με τα μεγάλα όμορφα σπίτια, τις πισίνες, τις μαρμαροστρωμένες αυλές, τα μεγάλα σαλόνια με τα επιβλητικά τζάκια, τις τεράστιες βιβλιοθήκες και τα πανάκριβα έπιπλα, που μέσα τους ζούσαν καλοντυμένοι «κύριοι» και «κυρίες», ενεργοποίησαν έναν άλλο κρυμμένο του εαυτό που θα ‘θελε να είναι σαν εκείνους.

Αυτή την όμορφη πλούσια ζωή, την ζήλεψε, την πόθησε. Την ήθελε, τη θεοποίησε και ορκίστηκε σε αυτή, κάνοντάς την εμμονή στη σκέψη του.
Τα επώνυμα ρούχα και παιχνίδια που χάριζαν στη μητέρα του από τα παιδιά τους, αν και μεταχειρισμένα, του έδιναν μια διαφορετικότητα ανάμεσα στους υπόλοιπους μαθητές με τα απλότερα ρούχα. Αυτή η αίσθηση ότι δεν ήταν ίδιος, τον έκανε να καμαρώνει με αυτοπεποίθηση.
Το πέρασμα των ωρών μέχρι να τελειώσει η μητέρα του, μέσα σε αυτά τα σπίτια με τις μεγάλες βιβλιοθήκες, του δημιούργησε μια έφεση για το διάβασμα και την γνώση, που μαζί με τον όρκο που είχε δώσει στον εαυτό του για την αλλαγή στη ζωή του, τον οδήγησαν να τελειώσει με υποτροφία ένα μεγάλο πανεπιστήμιο στα οικονομικά.
Μετά το μεταπτυχιακό, το διδακτορικό… Χρόνια επίπονα και στερημένα, σε μικρά δωματιάκια και φοιτητικές εστίες, φορτισμένα όμως με πάθος για το δικό του «αύριο», όπως το ήθελε και το ονειρευόταν.
Το όραμα για πλούσια και λαμπερή ζωή τον απορρόφησε, κάνοντας τα όμορφα χρόνια της εφηβείας να περάσουν σχεδόν χωρίς φίλους, μέσα στη μυρωδιά του τυπωμένου χαρτιού και των βιβλίων. Οι νεανικοί έρωτες με τα γλύκα χτυποκάρδια θάφτηκαν βαθιά, με συνειδητά σχολαστική επιμέλεια, σαν κάτι πολύ επικίνδυνο και απαγορευμένο.
Αυτό το πάθος, γιατί έγινε πάθος, τον απορρόφησε κυριολεκτικά.
Και μετά ήρθαν οι επιτυχίες.
Η πρόσληψή του σε μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία, οι μεγάλες απολαβές και τα μπόνους, οι μετοχές, τα κέρδη, τα πολυτελή αυτοκίνητα, τα ταξίδια σε όλες τις μεγάλες πόλεις του κόσμου, τα σπίτια και η ζωή που ονειρεύτηκε. «Η εποχή της μιζέριας» όπως την έλεγε με αποστροφή είχε μείνει πίσω του.
Με τους παλιούς φίλους, κράτησε ελάχιστες και τυπικές επαφές. Οι περισσότεροι παντρευτήκαν, έκαναν παιδιά, έγιναν υπάλληλοι και οι πιο τυχεροί, επαγγελματίες. Στους γάμους που τον καλούσαν, σπάνια πήγαινε. Αλλά οπωσδήποτε, έστελνε πάντοτε ένα πλούσιο δώρο.
Όταν μάθαινε για κάποιο γάμο, έλεγε με χαμόγελο ειρωνείας: «Άλλος ένας φτωχός οικογενειάρχης, γεννιέται».
Το μεγάλο του σπίτι δεν άκουσε ποτέ φωνές παιδιών, ζεστό αγαπημένο καλωσόρισμα και η μυρωδιά της γυναικείας παρουσίας, ήταν σεξουαλικά ευκαιριακή και εφήμερη από γνωριμίες ,που άφηναν μόνο μυρωδιά από έντονα, αισθησιακά αρώματα.
Τα πλούσια, πολλά, μεγάλα δωμάτια, αν και γεμάτα με όμορφα πράγματα ήταν στην πραγματικότητα άδεια.
Στο μεγάλο χτιστό κρεβάτι, έβρισκες σκόρπια βιβλία με οικονομικά θέματα, εφημερίδες και χρηματιστηριακά περιοδικά μισοδιαβασμένα και με υπογραμμίσεις. Οι περισσότερες γιορτές, τον βρήκαν να πετά πάνω από βουνά και ωκεανούς ή σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου να κοιτά στον υπολογιστή τις τιμές και τους δείκτες των χρηματιστηρίων του Τόκιο, της Νέας Υόρκης ή της Σιγκαπούρης να περνούν γρήγορα από την οθόνη μέσα σε χρώματα.
Την αδερφή του, την πάντρεψε με το μεγάλο της έρωτα, ένα γειτονόπουλο, καλό παλικάρι, το Χαράλαμπο, τον ηλεκτρολόγο.
Της αγόρασε ένα καλό διαμέρισμα, έκαναν και δυο παιδάκια και το γαμπρό του, τον βοήθησε να στήσει ένα κατάστημα με ηλεκτρικές συσκευές σ’ ένα καλό εμπορικό σημείο.
Η μητέρα του πέθανε στα χέρια της αδερφής του.

Αυτός δεν πήγαινε να την δει σχεδόν καθόλου, «Γιατί το κέρδος και το χρήμα δεν έχουν ώρες, καρδιά και αισθήματα. Και το κυριότερο, δεν περιμένουν», απαντούσε στα επαναλαμβανόμενα παράπονα της αδερφής του. «Έλα σε παρακαλώ, έλα να δεις λίγο τη μάνα που σε ζητά και κείνα τ’ ανίψια σου που θείο ακούνε και θείο δε βλέπουν». Αντικαθιστούσε την απουσία του με χρήματα που της έστελνε, λέγοντας. «Πάρε αυτά για τη μάνα και για δώρα στα παιδιά. Μην ξεχάσεις να μου τα φιλήσεις. Και τη μητέρα να φιλήσεις. Να της πεις πως την αγαπώ και ότι θα φροντίσω να έρθω να τη δω κι εκείνη κι εσάς, το συντομότερο».
Η μυρωδιά της κηροζίνης, απλώθηκε για λίγο. Ο θόρυβος από την προσγείωση ενός αεροπλάνου, μπερδεύτηκε με τον ήχο που κάνουν οι τροχοί απο τις βαλίτσες των ταξιδιωτών, τις φωνές των ταξιτζήδων που στρίμωχναν τα αυτοκίνητά τους μπροστά στην πύλη των αφίξεων για μια καλή κούρσα και τα σφυρίγματα του τροχονόμου. Σκηνές συνηθισμένες, μεγάλων αεροδρομίων…

 

Συνεχίζεται…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΕΡΓΑ

Οι πιο γρήγορες πτήσεις διαρκούν από 2 έως 20 λεπτά στον αέρα, με μία από αυτές να πραγματοποιείται πάνω από τα νερά του Αιγαίου....

ΧΙΟΣ

Ο Δήμος Χίου ενημερώνει ότι στα πλαίσια του έργου «Βελτίωση Ασφαλείας Οδών Δήμου Χίου», θα ξεκινήσει εργασίες στις παρακάτω οδούς: Α) Τμήμα της οδού...

ΠΕΡΙΕΡΓΑ

Τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι ένας στρατιωτικός οδηγός κατέγραψε αντιαεροπορικές συστοιχίες πυραύλων  του Iron Dome και έστειλε τις φωτογραφίες στο ψεύτικο  προφίλ μιας...

ΧΙΟΣ

ΣΑΒΒΑΤΟ – ΚΥΡΙΑΚΗ 27-28/4/2024 SATURDAY – SUNDAY 27-28/4/2024 ΚΑΡΥΕΣ ΧΙΟΣ – KARIES VILLAGE CHIOS  Ημέρα  Δράση  Ώρα  Τοποθεσία Πέμπτη 25/4/2024  Συνέντευξη Τύπου  12:00  Αίθουσα...

Advertisement