Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

Μια μέρα με βροχή…

Του Κωνσταντίνου Βολάκη                        

                         

Διήγημα

-Τι θέλει, κύριο; ρώτησε με τα έντονα χαρακτηριστικά της αλβανικής καταγωγής του το νεαρό γκαρσόνι.

«Αλήθεια συλλογίστηκα, τι να θέλει εδώ ο κύριος;… Τι ζητάει εδώ ο κύριος, μετά από τόσα χρόνια; Τι ψάχνει να βρει;»

-Περιμένω παρέα. Ελάτε σε λίγο, απάντησα, ή μάλλον φέρτε μου έναν καφέ φραπέ σκέτο.

-Φραπέ; Δηλαδή παγωμένο;

-Μάλιστα, παγωμένο. Η φωνή μου ακούστηκε μ’ έναν μικρό εκνευρισμό.

Χειμώνα καλοκαίρι έπινα παγωμένο καφέ. Μια ιδιοτροπία που η ανάγκη για εξοικονόμηση χρόνου απ’ τα πρωινά που δούλευα, είχε γίνει συνήθεια.

-Μη βάλει γάλα; Ούτε ζάχαρη;

-Όχι, εντελώς σκέτο σε παρακαλώ.

Έλεγα ψέματα. Δεν περίμενα κανέναν. Ένιωσα την ανάγκη κάτι να πω, για να δώσω χρόνο να σκεφτώ και να συγχωρήσω το λάθος που έκανα στον εαυτό μου. Το -σε παρακαλώ- που έβαλα με πολλή ευγένεια και χαμόγελο, ήταν για να απαλύνει την κακή εντύπωση που άφησα με τον υπερβολικά αδικαιολόγητο εκνευρισμό μου, απέναντι στο γκαρσόνι…

Πίστεψα βλακωδώς, και αυτό ήταν το λάθος, ότι θα μπορούσα να ζήσω λίγα κομμάτια, απ’ την περασμένη πριν πολλά χρόνια εφηβεία μου, επανερχόμενος στα ίδια μέρη, όπως, σε αυτή την καφετέρια στην γωνιά των οδών Βηλαρά και Κουμουνδούρου, απέναντι από τον Άγιο Κωνσταντίνο, στην Ομόνοια.

Έκανα λάθος. Δεν έπρεπε να έχω έρθει. Τίποτα δεν ήταν ίδιο. Ακόμη και το όνομα του μαγαζιού είχε αλλάξει.

Οι μεγάλοι καφετιού χρώματος δερμάτινοι καναπέδες με τα μαρμάρινα οβάλ τραπέζια, ο μεγάλος καθρέφτης στον τοίχο με τις απλίκες, είχαν αντικατασταθεί με αλουμινένια τραπέζια και σιδερένιες άβολες καρέκλες. Όλα άχαρα και ντυμένα στο ξεφτισμένο παγερό γκρίζο χρώμα των γυμνών τοίχων.

Το όμορφο μωσαϊκό με τις χρυσοπράσινες μπορντούρες στο πάτωμα δεν υπήρχε και στη θέση του ήταν κάτι άσχημα και κακοβαλμένα καφέ πλακάκια.

Η οπτικά απογοητευμένη περιήγησή μου στον χώρο διεκόπη, απ’ τα γέλια και τις φωνές στην ακαταλαβίστικη για μένα γλώσσα του διπλανού τραπεζιού με την παρέα των τριών αλλοδαπών, που ήδη είχαν καταναλώσει, έντεκα μπουκάλια μπύρες, με μεζέ πατατάκια και αράπικα φιστίκια σε ένα γυάλινο μπολ.

Tο ίδιο ενοχλημένο φάνηκε και το δίδυμο του γωνιακού τραπεζιού με τον κοιλαρά φαλακρό, που γυρνώντας το κόκκινο από την προσπάθεια μοσχαρίσιο κεφάλι του, έριξε άγριο βλέμμα στην θορυβώδη παρέα, γιατί του διέκοψε το «ψηστήρι» που έκανε στην προκλητικά βαμμένη ευτραφή ξανθιά συνοδό του, με τη στενή, κοντή, κόκκινη φούστα και το σκίσιμο στο πλάι, που άφηνε να φαίνονται τα παχιά της μπούτια μέσα από τις μαύρες, διχτυωτές κάλτσες, όταν έσκυβε και τις τέντωνε κατά διαστήματα γιατί τις έπεφταν, ενώ με ρυθμό κουνούσε μπρος-πίσω στην καρέκλα τα χοντρά, κοντά της πόδια, που κατέληγαν σε ξεφτισμένα φθηνά, λασπωμένα μποτάκια δερματίνης.

Κοίταξα έξω από τα θολωμένα τζάμια αφηρημένα.

Λάθος η κίνηση που είχα κάνει να έρθω εδώ, λάθος και η μέρα που είχα διαλέξει.

Έβρεχε απ’ το πρωί. Μια αργή βροχή που η υγρασία της και το κρύο του Δεκέμβρη, σε περόνιαζαν μέχρι το κόκκαλο.

Το να ξαναγυρίσω στα μέρη που είχα ζήσει, ήταν μια σκέψη που με τριβέλιζε καιρό. Δεν ξέρω τι αναζητούσα, τι περίμενα να βρω. Τα νιάτα; Τις όμορφες στιγμές; Το πισωγύρισμα του χρόνου; Την απόδειξη ότι δεν γέρασα; Μπορεί, κάτι απ’ όλα… ή ίσως, μπορεί και όλα.

Σημασία έχει ότι αυτή η επιθυμία μ’ έφερε να κάθομαι μια βροχερή μέρα να πίνω καφέ, παρέα με άγνωστους ανθρώπους, που δεν θα διάλεγα ποτέ να είμαι κοντά τους, σ’ ένα μέρος που τελικά δεν μ’ άρεσε καθόλου στη νέα του έκδοση…

Όλοι εκεί μέσα κάπνιζαν. Έβγαλα τον καπνό μου και εγώ και τον άναψα. Το γκαρσόνι μού έφερε χωρίς να του ζητήσω τασάκι. Ο αντικαπνιστικός νόμος είχε διαγραφεί φαίνεται από αυτό το κατάστημα, με τον γνωστό μηνιαίο οικονομικό τρόπο σε μορφή δώρου προς κάποιο φιλικό όργανο της τάξης.

Σε κάθε άνοιγμα της πόρτας, ο θόρυβος της βροχής και το ψυχρό ρεύμα αέρα που έμπαινε, διέκοπταν για λίγο τις συζητήσεις και μ’ έκαναν να σφίγγω περισσότερο το πανωφόρι, που δεν είχα βγάλει από πάνω μου.

Η θέρμανση ήταν ανύπαρκτη. Τα καλοριφέρ κρεμόντουσαν στον τοίχο χωρίς σωληνώσεις και είχαν δεχτεί κατά καιρούς πολλά στρώματα μπογιάς, που φούσκωναν απ’ την σκουριά.

Ίσως με αυτόν τον τρόπο, ο ιδιοκτήτης αύξανε στο μαγαζί του την κατανάλωση των οινοπνευματωδών.

Ένα δυο μέτρα από την πόρτα το δάπεδο, ήταν μουσκεμένο από τα παπούτσια των πελατών που μπαινόβγαιναν και θυμήθηκα χαμογελώντας το πριονίδι που έριχναν παλιά στα μαγαζιά για να μαζεύουν την υγρασία. Κάτι σκέψεις που σου φέρνουν τα γεράματα…

Τώρα που το έγραψα και το διαβάζετε, πείτε μου ειλικρινά, πόσοι από εσάς το θυμόσαστε;

Άρχισα να κρυώνω. Ο χώρος και η παγωνιά μ’ έκαναν να πληρώσω βιαστικά και να φύγω ανοίγοντας την ομπρέλα μου.

Στην Μενάνδρου, πίσω από το ιερό του Αγίου Κωνσταντίνου, οι ώριμες ηλικιακά Ρωσίδες και Βουλγάρες, με έντονα βαμμένα μάτια και χείλη, κουκουλωμένες στα γούνινα παλτό τους, συνωστίζονταν κάτω από πολύχρωμες ομπρέλες, φορώντας στα ξανθά μαλλιά τους πλεκτούς σκούφους, παζαρεύοντας με κάποιους γέρους τις υπηρεσίες τους για «οικιακή φροντίδα».

Με το φαγητό που αγόρασα από ένα ψητοπωλείο της Ομόνοιας, κατηφόρισα την Πειραιώς, στρίβοντας στην Ζήνωνος για το σπίτι.

Η επιλογή μου να περπατήσω και να μην πάρω ένα ταξί αποδείχτηκε αποτυχία. Το κατάλαβα δυστυχώς στα μισά του δρόμου, απ’ τα μουσκεμένα μπατζάκια και τα παπούτσια, που οι λακκούβες των κακοσυντηρημένων αθηναϊκών πεζοδρομίων φρόντισαν με τα νερά τους να μουσκέψουν.

Βέβαια την γνώμη μου για τους δημάρχους τους τωρινούς, τους προηγούμενους και τους επόμενους και την ευχή που τους έδωσα με αγανάκτηση, δεν τη γράφω, γιατί έχω την ευαισθησία να αυτολογοκρίνομαι, αλλά το κυριότερο… σέβομαι τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες μου.

Ζεσταμένος και καθαρός στο γραφειάκι μου, βάζοντας μουσικούλα, άρχισα να πληκτρολογώ…

Το σκοτάδι έπεφτε γρήγορα και σε λίγο η ανταύγεια της οθόνης κούρασε τα μάτια μου. Σταμάτησα και άναψα το φωτιστικό του γραφείου.

Άλλη μια μέρα απ’ την ζωή μου χαμένη. Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω και να το συνηθίσω ότι εμείς, οι εξόριστοι του Χρόνου, δεν δικαιούμαστε επιστροφή…

Μόνο λαθρεπιβάτες στην μηχανή των εποχών, με το μπογαλάκι της φαντασίας κρατώντας το σφιχτά μπορούμε να γυρίσουμε…

Στα μεγάφωνα ακούγεται η «Οδός ονείρων», γεμίζοντας το σπίτι με την μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.

Η οθόνη του υπολογιστή με το κείμενο αυτό που διαβάζεις λες και μου κλείνει το μάτι αναβοσβήνοντας τον κέρσορα στον κειμενογράφο. Σα να μου λέει ότι εν τέλει, δεν ήταν χαμένη η μέρα.

Όχι, φίλη μου ή φίλε μου. Δεν ήταν χαμένη μέρα…

Δεν υπάρχουν στην ζωή μας, χαμένες μέρες…

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΕΛΛΑΔΑ

Το ατύχημα σημειώθηκε στην οδό Πανεπιστημίου στο κέντρο της Αθήνας όταν ένα καλώδιο κόπηκε από τρόλεϊ και έπεσε σε τουριστικό δυόροφο λεωφορείο, με αποτέλεσμα να σπάσουν τζάμια. Σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχουν 6 ελαφρά τραυματίες,...

ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗ

Στόχος είναι η από κοινού ανάπτυξη και υλοποίηση καινοτόμων λύσεων στον τομέα της τεχνολογίας μπαταριών υψηλής τάσης για αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα (BEV). Τα αποτελέσματα...

ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗ

Είναι ο δεύτερος γύρος του Πανελληνίου Πρωταθλήματος Αναβάσεων και του Πανελληνίου Πρωταθλήματος Αναβάσεων Ιστορικών Αυτοκινήτων, μετά την απόλυτα επιτυχημένη και εμβληματική Ριτσώνα και θα...

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Σε ηλικία 86 ετών πέθανε, σήμερα το πρωί, ο σπουδαίος ηθοποιός, Γιάννης Φέρτης, που είχε πρωταγωνιστήσει στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Γεννημένος...

Advertisement