Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

Φλώρας Γουγουλιά: «Η γυναίκα και το παραπανίσιο παιδί»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Βολάκης

(Συνέχεια από το προοηγούμενο φύλλο)

Μια ανακούφιση ένοιωσε να απλώνεται στο στήθος της. Σαν το φως της μέρας να έγινε πιο γλυκό, η κάμαρα λες και τέντωσε σαν τεμπέλικα χέρια τα ντουβάρια της και έγινε πιο απλόχωρη, οι μπερντέδες  σάλεψαν αθόρυβα σ’ ένα μικρό, ανεπαίσθητο αεράκι.  Ακόμα δυο μέρες θα μέναμε σ’ αυτό το σπίτι δυο νομάτοι… Την Τρίτη θα ερχόταν το κορίτσι… θα γινόταν τρεις κι εκείνη θα ‘τανε από δω και πέρα μάνα..

Έπρεπε κάτι να κάνει, να του ετοιμάσει ένα μέρος για να κοιμάται, ένα μέρος να βάζει τα ρουχαλάκια του…

Άραγε πώς να ‘ναι; Τι χρώμα  θα ΄χουνε  τα μάτια και τα μαλλιά του; Πώς θα ακούγεται η φωνή του όταν θα την φωνάζει ΜΑΝΑ; Έπρεπε να κανονίσει να της βρει ένα κρεβατάκι… Η κυρά Μερόπη που της είχε καθαρίσει τον περασμένο μήνα το σπίτι της είχε πει ότι είχε πάρει στα παιδιά της δυο καινούριες ξύλινες καριολίτσες και πως ήθελε να ξεφορτωθεί  τα παλιά ντιβάνια. Αύριο κιόλας θα πάει να την ρωτήσει άμα μπορεί να της χαρίσει το ένα.

Δεν ήξερε που να βάλει τα χέρια της… Στις τσέπες της παλιάς ποδιάς δεν χώραγαν και  τα λιγνά της πόδια πηγαινοέρχονταν άσκοπα στην κάμαρα κάνοντας το πάτωμα να τρίζει. Πήρε τη σκούπα και το πέρασε άλλη μια φορά και μετά έβαλε νερό στο σιδερένιο κουβά και με το πατσαβούρι το τρίψε γερά, πεσμένη στα γόνατα σαν να ΄θελε να βγάλει από μέσα της  μια προσευχή, μια ευχαριστία  στο Θεό που της χάριζε τόσο απρόσμενα κάτι τόσο πολύτιμο, δίχως καν να το ζητήσει. Μια δυνατή μυρωδιά ερχόταν από το κουζινάκι…  Σαν να την χτύπησε ρεύμα έτρεξε στη γκαζιέρα και τράβηξε την κατσαρόλα, σώζοντας την τελευταία στιγμή τις μελιτζάνες, μονολογώντας: πανάθεμά σε Ερασμί, το παρατσιγάρισες το φαΐ…

Ο Αύγουστος ήταν στις τελευταίες μέρες του αλλά η ζέστη καλά κρατούσε… πέντε η ώρα το πρωί είχε ξυπνήσει, είχε ζεστάνει το γάλα που από βραδύς είχε αρμέξει από τη γίδα, είχε σηκώσει και τον Παντελή να πάρουν μαζί μια χαψιά ψωμί, είχε δέσει στα πεσκίρια κάνα δυο ελιές, ένα κρεμμύδι και μια ντομάτα για τον καθένα τους για να πάρουν κοντά, στη δουλειά και χώρισαν. Εκείνη θα πήγαινε με το γαϊδούρι στα πρώτα χτήματα του χωριού στα ποτίσματα και θα γύρναγε προτού το μεσημέρι. Αντάμωνε στα μεροκάματα με τις άλλες γυναίκες, λέγανε τα δικά τους, για τις δουλειές, για τα σπίτια τους, τις οικονομικές δυσκολίες. Έλεγε χαμηλόφωνα η Ερασμία τις μετρημένες κουβέντες της, έλεγε και κανένα χωρατό εκεί που κανένας δεν το περίμενε και έπαιρνε από  τις ρυτιδιασμένες γυναίκες ένα κομμάτι κούραση, το ανέβαζε στα χείλη και μ’ ένα γέλιο το εξάτμιζε… Μόνο όταν μολογάγανε για τα χαΐρια των παιδιών τους εκείνη δεν είχε να πει τίποτα κι έσκυβε το κεφάλι πιο πολύ στη δουλειά.. όμως και αυτό από σήμερα θα άλλαζε.

Οι ώρες της φάνηκαν ατέλειωτες μέχρι να σκολάσει. Όπως ήταν λασπωμένη και μούσκεμα ανέβηκε στο γαϊδούρι  και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Έβαλε το ζωντανό στον τόπο του, το πότισε και πήγε στην τρόμπα να πλυθεί.

Έτριψε τα πόδια και τα τραχιά χέρια, τους ώμους και τον κόρφο της και μπάριασε το μέρος από τους αφρούς του γνήσιου σαπουνιού καθώς ξέβγαζε τα πλούσια μαλλιά της που την μαύρη αρμονία τους είχαν αρχίσει να σπάζουν κάτι λευκές ατίθασες τρίχες. Σκουπίστηκε με την άσπρη πετσέτα με τα κρόσσια και τους κόμπους και φόρεσε τη κλαρωτή τη ρόμπα με τα μωβ ανθάκια που κούμπωνε σταυρωτά. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη με  την καλημέρα και  έπλεξε δυο κοτσίδες, τις ανασήκωσε και τις στερέωσε με μια φουρκέτα στο πάνω μέρος του κεφαλιού.

Πήγε στην άκρη του μπαξέ κι έκοψε πέντε- έξι φύλλα δυόσμου , τα ‘βαλε στο στόμα της και τα μάσησε με μανία, να βγάλουν όλο το άρωμα τους, να μοσχοβολάει η ανάσα της άμα θα έρθει το παιδί να μη την σιχαθεί. Τα τζιτζίκια είχαν τον ασταμάτητο, ήταν ντάλα μεσημέρι, όπου να ‘ταν θα γύρναγε κι ο Παντελής..  Η  Χρυσούλα με το κορίτσι όμως δεν είχε φανεί… Ένας φόβος της έσφιξε την  καρδιά… μήπως το ‘χε μετανιώσει; Μήπως είχε έρθει νωρίτερα που δεν ήταν στο σπίτι, δεν την βρήκε και πήρε το κορίτσι κι έφυγε; Προτού προλάβει να αποσώσει αυτές τις σκέψεις είδε τη  Χρυσούλα  να διαβαίνει την αυλόπορτα και από πίσω της να κρύβεται σχεδόν το παιδί αφήνοντας να φαίνεται μοναχά η σκιά του.

_ Κυρά Ερασμί! Φώναξε

Η  Ερασμία άνοιξε διάπλατα την μισόκλειστη πόρτα  και κοίταξε φευγαλέα το παιδί που στεκόταν με το κεφάλι σκυφτό.

_ Καλώς την κυρά Χρυσούλα… κόπιασε

_ Προχώρα μωρή μπροστά,  φώναξε,  η Χρυσούλα αγριεμένα στο παιδί.

 Που κρύβεσαι σα σκιαγμένο… και γυρίζοντας απότομα το έπιασε από το μπράτσο και το τράβηξε δίπλα της.

_ Να σου βάλω ένα νερό, είπε καλοπροαίρετα η Ερασμία, λίγο να ξαποστάσεις, έχει και τόση ζέστη…

_ Δε χρειάζομαι τίποτα, είπε η άλλη ξερά, με περιμένει ο Δημητρός. Γύρισε και κοίταξε το κορίτσι και του είπε :

– Θα  πάμε στη θειά σου τη Βασίλω για ένα γύρεμα, εσύ θα κάτσεις εδώ με την κυρά- Ερασμία κι αλλοίμονο σου άμα μου πει ότι δεν έκατσες καλά..

Η Ερασμία έπιασε αποφασιστικά την Χρυσούλα από το μανίκι και την έβγαλε από το δωμάτιο  στη μικρή αυλή. Όρθωσε το μικρό της ανάστημα  μπροστά της και κοιτώντας την μέσα στα μάτια, της είπε ορθά κοφτά :

_ Το παιδί, θα το βλέπεις  στα κρυφά, χωρίς να σε βλέπει αυτό, αλλιώς δε θα ησυχάσει η ψυχή του.

Η άλλη δεν έδειξε να νοιάστηκε  και χωρίς να πει τίποτα ούτε στο παιδί ούτε στην Ερασμία πέρασε την αυλόπορτα και βγήκε στο δρόμο αφήνοντας την  σύξυλη. Γυρνώντας στο δωμάτιο βρήκε το παιδί σαν παγωμένο στην ίδια θέση που το είχε αφήσει. Το πλησίασε και χάιδεψε το κεφάλι του.

_ Έλα  τζιέρι μου, μη φοβάσαι… πες μου πως σε λένε…

_ Τασούλα ψιθύρισε η μικρή δίχως να την κοιτάει.

_ Πεινάς; Κάτσε να σου ετοιμάσω δυο αβγουλάκια φρέσκα από τις κότες… έχω και φρέσκο ζυμωμένο ψωμί…

Την σήκωσε στην αγκαλιά της, την κάθισε στην καρέκλα  κοντά στο τραπέζι και πήγε να ετοιμάσει το πρόχειρο φαγητό. Το κορίτσι ξεθαρρεμένο που είχε βγει από το χώρο η γυναίκα κοίταζε γύρω – γύρω το δωμάτιο, τα άσπρα κουρτινάκια και το γυαλιστερό  μύλο του καφέ που δεν είχε ξαναδεί κι ούτε ήξερε τι ήτανε. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά τρομάζοντας την καθώς μπήκε ο Παντελής ιδρωμένος, κατάκοπος και κατασκονισμένος με τα ρούχα της δουλειάς.

_ Βρε βρεε τι βλέπω εδώ… ποια είσαι εσύ ομορφούλα;… είπε χαμογελαστά βγάζοντας το  μαντίλι που είχε δεμένο με δυο κόμπους στο κεφάλι. Το παιδί πισωπάτησε κι ακούμπησε με την πλάτη στο τραπέζι. Καταλαβαίνοντας ο Παντελής τη σαστιμάρα του, φώναξε δυνατά την  Ερασμία που φάνηκε αμέσως καθώς ήδη είχε ετοιμάσει ένα δίσκο με το φαΐ.

_ Έλα Παντελή, τι φωνάζεις… θα την τρομάξεις την Τασούλα… Για δες το, το κορίτσι μας, τι όμορφο που είναι… Έλα, έλα  πλύσου γρήγορα, να φάμε όλοι μαζί… Σήμερα θα ‘μαστε τρεις στο τραπέζι…

-Εμένα θα έρθει η μάνα να με πάρει σε λίγο… είπε χαμηλόφωνα το παιδί και σκίστηκε η καρδιά της Ερασμίας.

Έστρωσε το ξεθωριασμένο καρό τραπεζομάντιλο, έβαλε μπροστά στο παιδί τα αυγά  και γι’ αυτούς από ένα πιάτο από τις μελιτζάνες με τη μυρωδάτη πλούσια σάλτσα από τις φρέσκιες ντομάτες. Άρχισαν να τρώνε χωρίς να την κοιτάνε και μετά από κάποια λεπτά δισταγμού άρχισε να τρώει κι η μικρή, στην αρχή με μικρές πιρουνιές και μετά με μεγάλες μπουκιές που ξεχείλωναν τα μάγουλά της. Σαν απόσωσαν έφερε η Ερασμία τρεις φέτες καρπούζι, μια για τον καθένα τους. Η Τασούλα έπεσε με τα μούτρα, χωρίς να λογαριάζει τα ζουμιά που τρέχανε δεξιά κι αριστερά από το στόμα της, χωρίς να φαίνεται να την πειράζει που κατάπινε τα σπόρια.  Την άφησε να τελειώσει με την ησυχία της και μετά την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στην τρόμπα του νερού για να την πλύνει…

_ …Μη σε φάνε οι μύγες… της είπε και με την τελευταία  χούφτα νερού  της δρόσισε το κεφάλι. Ο Παντελής καθόταν καπνίζοντας το τσιγάρο του κάτω από τη μουριά και χαμογέλαγε κοιτάζοντας τες.

_ Πάω να ξαπλώσω, να ξαποστάσω μια στάλα, είπε, πατώντας το τσιγάρο στο χώμα και  τον κατάπιε το σπίτι. 

_ Έλα, Τασούλα να δείξω κι εσένα που θα κοιμηθείς, είπε η Ερασμία και κρατώντας το παιδί από το χέρι, του έδειξε το κρεβατάκι που βρισκόταν σε μια μικρή καμαρούλα ανάμεσα στην κουζίνα και στη σάλα.

 Είχε ένα μικρό παράθυρο που έβλεπε στο μπαξέ με κάτι διάφανες τούλινες κουρτίνες. Ίσα -ίσα  χώραγε το κρεβάτι κι ένα μικρό σιδερένιο τραπεζάκι, σαν αυτά του καφενείου, που είχε  στρωμένο με ένα μικρό  λουλουδάτο τραπεζομάντιλο κι επάνω του  μια κανάτα με νερό σκεπασμένη με μια άσπρη πετσέτα και δίπλα ένα τσίγκινο κύπελλο.

_ Άντε βγάλε τώρα το φουστανάκι σου της είπε και ξάπλωσε να ξεκουραστείς.

-Θα περιμένω τη μάνα… είπε η μικρή και έκατσε σφιγμένη στην άκρη του κρεβατιού.

Έφυγε κι εκείνη να ξαπλώσει και βρήκε τον Παντελή  να κοιμάται βαριά.

Περασμένες έξη σηκώθηκε καταϊδρωμένη από την Αυγουστιάτικη  ζέστη να φτιάξει τον απογευματινό τους καφέ. Η Τασούλα καθότανε όπως την είχε αφήσει με τα ρούχα στην άκρη του κρεβατιού.

_ Έλα, Τασούλα  πάμε στην κουζίνα να σου δείξω πως  φτιάχνουμε τον καφέ μας… Άμα θα μεγαλώσεις λίγο ακόμα θα μας τον φτιάχνεις εσύ της είπε και την πήρε μαζί της, χωρίς να την ρωτήσει  τίποτα…

Μα τι της έλεγε αυτή η ξένη γυναίκα που πρώτη φορά την έβλεπε; Γιατί να τους φτιάχνει τον καφέ όταν θα μεγαλώσει; Από ώρα σε ώρα θα ερχότανε η μάνα να την πάρει και μπορεί να μην τους ξανάβλεπε ποτέ..

Η  Ερασμία έβαλε τους ζεστούς καφέδες στο δίσκο και διπλά τους σε ένα διάφανο πιατάκι ένα λουκούμι τριαντάφυλλο. Η μικρή το κοίταξε με διάπλατα μάτια. Κάθισαν στη δροσιά, έδωσε στον Παντελή τον  καφέ του, στη μικρή το λουκούμι και πήρε και εκείνη τον δικό της. Άρχισαν να μιλάνε για τις δουλειές του σπιτιού και του μπαξέ, για τις δουλειές του Παντελή και για τα χωράφια. Πασαλειμμένη η Τασούλα με τη ζάχαρη άχνη βρισκότανε σ΄ έναν γλυκό παράδεισο… Άπλωσε το χέρι του ο Παντελής και τη χάιδεψε το κεφάλι με την καστανή κοτσίδα. Τραβήχτηκε ελαφρά ξαφνιασμένη κι εκείνος της χαμογέλασε

-Τρόμαξες μωρέ; Της είπε. Εμείς από δω και μπρος θα ‘μαστε μέρα νύχτα μαζί, θα τρώμε, θα πίνουμε, θα λέμε τα χωρατά μας, θα σε παίρνω να πηγαίνουμε βόλτα στη θάλασσα σαν δεν θα  δουλεύω, κι  άμα έχεις κανένα παράπονο από την κυρά- Ερασμί έμενα να το λες… τ’ ακούς;

Κάτι δεν πήγαινε καλά.. για να λέει κι ο χαμογελαστός άνθρωπος αυτά τα λόγια, για να περνάει η ώρα και να μη φαίνεται πουθενά η μάνα, για να τις δίνουνε λουκούμια… πάει την παράτησαν, δεν θα ξαναδεί τα αδέλφια της, δε θα ξαναπάει στο χωριό..

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά με κατεβασμένα τα μάτια.

Βράδιασε..  Έφαγαν ότι είχε μείνει από το μεσημέρι κι αφού μάζεψε το τραπέζι η Ερασμία άναψε το καντήλι στο εικονοστάσι κι έκανε το σταυρό της ευχαριστώντας το Θεό για το δώρο που της έκανε.

Έσβησε η λάμπα και πλάγιασαν και μόνο το αχνό φως από το καντήλι τρεμόπαιζε.

Κουρασμένοι καθώς ήταν από τον καθημερινό τους αγώνα παραδόθηκαν σε έναν ύπνο δίχως όνειρα.

Μες’ τα μαύρα μεσάνυχτα ένα αναφιλητό, κάτι πνιχτά λόγια κι ανάμεσα τους ένα «όχι μάνα μου» που ερχόταν και ξαναρχότανε  έκανε την Ερασμία να πεταχτεί όρθια. Τράβηξε ίσια στο καμαράκι της Τασούλας. Το παιδί ήταν κουλουριασμένο με τα στρωσίδια του, λουσμένο στον ιδρώτα και στα δάκρυα, ωστόσο συνέχιζε τον ανήσυχο ύπνο του. Πήρε μια πετσέτα και της σκούπισε απαλά το μέτωπο. Την έσπρωξε ελαφρά  και πλάγιασε διπλά της. Διστακτικά άπλωσε το χέρι και την αγκάλιασε από τον ώμο. Ασυναίσθητα το παιδί αναζήτησε τη ασφάλεια της μητρικής αγκαλιάς και παρ’ όλη την ζέστη κούρνιασε σαν έμβρυο και κοιμήθηκε ήσυχα ως το πρωί. Η Ερασμία έμεινε ξάγρυπνη να ψηλαφίζει μέσα στο αχνό σκοτάδι τα μικρά χέρια, να μυρίζει τα μαλλιά, να μετρά το μικρό κορμί που έπρεπε να αναστήσει… 

Ξημέρωσε η μέρα, ετοίμασε τον Παντελή και τον ξεπροβόδισε για τη δουλειά, πήρε και κείνη δυο μπουκιές και μια κούπα ζεστό γάλα. Δεν είχε σήμερα να πάει για μεροκάματο.

Η Τασούλα σηκώθηκε και αφού ντύθηκε σερνόταν αμίλητη από πίσω της περιμένοντας να της δώσει να φάει. Την κοίταξε μέσα στα μάτια η Ερασμία και της είπε: «άμα πεινάσεις Τασούλα θα μου πεις μάνα πεινώ κι εγώ θα σου δώσω».

Το παιδί γούρλωσε τα μάτια του κι αποτραβήχτηκε σε μια άκρη.

Τι της ζητούσε αυτή η γυναίκα; Να την πει μάνα; Αυτή είχε μάνα κι ήτανε στο χωριό μαζί με τα άλλα αδέλφια της, εκεί που θα έπρεπε να είναι και κείνη τώρα.. Μήπως δεν την αγαπούσαν; Μήπως επειδή έκανε αταξίες και την φώναζε η μάνα παλαβό όταν την χτυπούσε με τη βέργα στα γυμνά της πόδια, την παράτησαν σ΄ αυτούς τους ανθρώπους και  δεν θα τους ξανάβλεπε ποτέ; Όμως κι ο Γιωργής έκλεβε κρυφά μύγδαλα, ο Γιάννης έκανε μισές τις δουλειές και τη μεγάλη της την αδελφή την Κατίνα τη μάλωνε η μάνα που δε ζύμωνε καλά το ψωμί… Αλλά τους κράτησε όλους κοντά της. Αχ να μπορούσε να πει στη μάνα να την ξαναπάρει στο σπίτι και δε θα ξανάκανε καμιά ζαβολιά..

Σκίστηκε η καρδιά της Ερασμίας όταν είπε στο παιδί αυτά τα λόγια, αλλά το είχε σκεφτεί και το είχε αποφασίσει. Τώρα που ήταν αρχή έπρεπε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Για την Τασούλα από δω και πέρα αυτή θα ήταν η μάνα κι ο Παντελής ο πατέρας της κι έτσι έπρεπε να τους φωνάζει. Έκανε τις δουλειές στο σπίτι και στο μπαξέ, έδωσε στα ζώα κι έβαλε το φαΐ να γίνεται στην κατσαρόλα. Το παιδί αμίλητο την παρακολουθούσε με τα μάτια του σαστισμένο και αμήχανο.

Μεσημέριασε… Ήρθε ο Παντελής, πλύθηκε.

-Τι κάνει το κορίτσι μας; Είπε σαν αντίκρισε την Τασούλα.

Καμιά απόκριση…

-Έλα να δεις τι σου ΄φερα να ΄χεις για παρέα, της είπε και την πήρε από το χέρι. Εκείνη δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το τραβήξει κι έτσι την πήρε μαζί του στο μικρό στάβλο. Έσκυψε πίσω από κάτι μπάλες άχυρα και πήρε στην αγκαλιά του ένα μικρό κουτάβι.

-Για δες ’το είναι μικρό σαν και σένα, παρ’ το να σου κάνει παρέα, να το προσέχεις όμως..» 

Το πήρε στην αγκαλιά της και το περιεργάστηκε.

-Πως το λένε, είναι αγόρι ή κορίτσι; ρώτησε χαμηλόφωνα κι άκουσε για πρώτη φορά ο Παντελής τη φωνή της κι ένα χαμόγελο έσκασε στο κουρασμένο στόμα του.

-Αγόρι  είναι, και κοίτα τον, όλο ξαπλώνει και θέλει να τρώει… θες να τον πούμε Πασά;

Καλά… του είπε και χωρίς καθυστέρηση άρχισε να παίζει με το ζώο, με ένα κομμάτι σκοινί που βρήκε παραπεταμένο. 

Ο Παντελής έμεινε να την χαζεύει σκουπίζοντας με το μαντήλι του το ιδρωμένο σβέρκο του και κάνοντας χίλιες δυο σκέψεις για το παιδί, για την ευθύνη του, για τη ζωή τους ώσπου  η φωνή της Ερασμίας τον έβγαλε από τους συλλογισμούς του.

« Ελάτε, το τραπέζι είναι έτοιμο»

«Ας τον  τώρα τον Πασά, Τασούλα… Πάμε γρήγορα  γιατί ποιος την ακούει τη μάνα σου..»

Το κεφάλι της τινάχτηκε στο άκουσμα της λέξης «μάνα», που επίτηδες είχε χρησιμοποιήσει ο Παντελής.

Πέρασαν μέσα . Η Εράσμια είχε πάρει τη θέση της στο τραπέζι απέναντι από την καρέκλα του Παντελή. Τα πιάτα  ήταν δυο, δυο τα πιρούνια, δυο  τα ποτήρια.

-Που είναι το πιάτο της Τασούλας Ερασμί; Το ξέχασες το κορίτσι μας, σε ζούρλανε η ζέστη;

– Σους εσύ Παντελή..» του είπε κοφτά, Το κορίτσι ξέρει ότι έχει μάνα κι άμα πεινάσει θα της ζητήσει να φάει.. Του είπε κοιτάζοντας τον με σημασία.

Η μικρή έκατσε αμίλητη στην καρέκλα της, στο στρωμένο τραπέζι τρώγοντας με τα μάτια, μέχρι που απόφαγαν και το  μάζεψε η Ερασμία. Έτσι βασανίστηκαν όλη τη μέρα και το παιδί και η γυναίκα κι ο φουκαράς ο Παντελής που δεν ήξερε πια να παρηγορήσει… Και μονάχα αργά το βράδυ και αφού είχανε πέσει, μέσα στο σκοτάδι  η Ερασμία είδε τη σιλουέτα του παιδιού, σα φάντασμα να στέκεται διπλά στο προσκεφάλι της. 

«Τι έπαθες, είσαι καλά, πονάς πουθενά;» τη ρώτησε τάχα ανήσυχη.

Με τα μάτια χαμηλωμένα και φωνή που ίσα που ακουγότανε η Τασούλα είπε: «Μάνα, πεινώ…».

Εκείνη τη μέρα απέκτησε η Ερασμία παιδί κι άκουσε πρώτη φορά να την φωνάζει μάνα.

                                             

**********************************************

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ της Φλώρας Γουγουλιά

Η Φλώρα Γαϊτάνου – Γουγουλιά γεννήθηκε στο Νέο Ηράκλειο Αττικής. Είναι παντρεμένη με τον Δημήτρη Γουγουλιά και έχουν δύο παιδιά. Από το 1984 ζουν, μετά από συνειδητή επιλογή τους, στην επαρχία, στο χωριό  Γόννοι του δήμου Τεμπών στο νομό Λάρισας.  

Από μικρή δοκίμαζε τον εαυτό της γράφοντας, ενώ και σήμερα συνεχίζει να γράφει στίχους και πεζά. 

Παράλληλα ασχολήθηκε με την τέχνη του κολλάζ και των μικτών τεχνικών. Έκανε τέσσερις ατομικές εκθέσεις : «Αλήθειες, Ψέματα και Ονειροφαντασίες» έγινε στο ξενοδοχείο «ΔΟΧΟΣ» στην Καρίτσα Κισσάβου, «Χ-art-ινα» στον Μορφωτικό Σύλλογο Ιτέας, «Λόγια και εικόνες του Έρωτα» στο ξενοδοχείο «Νόστος», «Χ-art-ινα» στο «Μύλο του Παππά» στη Λάρισα υπό την αιγίδα της Αντιδημαρχίας Πολιτισμού και Επιστημών του Δήμου Λαρισαίων.

Συμμετέχει με έργα της, στην ομαδική έκθεση Mail Art, που έγινε στο Σύνταγμα, με αφορμή την ευρωπαϊκή εβδομάδα κατά της Λευχαιμίας και του Λεμφώματος, και «Η Τέχνη στην Κοινωνία», του περιοδικού «ΧΡΕΟΣ ΖΩΗΣ» του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου της Θεσσαλονίκης. 

Από το 2012 μέχρι σήμερα συμμετέχει σε εκπαιδευτικά προγράμματα μαθητών Νηπιαγωγείων και Δημοτικών σχολείων των Γόννων και της Λάρισας με θέμα το κολλάζ.

Τον Σεπτέμβρη του 2012 πάνω σε μια ιδέα της ίδιας και του συζύγου της, πραγματοποιείται η 1η ομαδική έκθεση Ερασιτεχνών καλλιτεχνών από τους Γόννους στο πατρικό σπίτι του πανεπιστημιακού καθηγητή Ζήση Παπαδημητρίου, η οποία τα επόμενα χρόνια θα εξελιχθεί σε ετήσιο φεστιβάλ στον πεζόδρομο της Δημοτικής Πινακοθήκης Γόννων. 

Ως Αντιπρόεδρος του συλλόγου φίλων της Δημοτικής Πινακοθήκης Γόννων για αρκετά χρόνια ήταν υπεύθυνη για τη λειτουργία της Πινακοθήκης και ξεναγός των επισκεπτών, με ειδικό διαδραστικό πρόγραμμα για μαθητές, ενώ παράλληλα συμμετείχε ενεργά στην οργάνωση πολιτιστικών και μουσικών εκδηλώσεων του συλλόγου.

Συμμετέχει στον διεθνή διαγωνισμό Λογοτεχνίας Inter Artia 2012 και στην κατηγορία «Διήγημα», παίρνει το 1ο Βραβείο με το διήγημά της «Νοστραντάμα».

Συμμετέχει στον 1ο Πανελλήνιο  Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 2020-2021 των Εκδόσεων «Ηλιαχτίδα,» και στην κατηγορία «Παιδικό Παραμύθι» παίρνει το 1ο  Βραβείο με το παραμύθι της, «Η Κοραλία και το Σαξόφωνο». 

Σήμερα συνεχίζει να γράφει κυρίως πεζά, διηγήματα και παραμύθια, που μπορεί να διαβάσει κάποιος στο Blog του Δημήτρη Ζ. Γουγουλιά στον ιστότοπο www.perataria.gr και στη στήλη «Στιγμές με τη Φ.Γ.» ενώ κάποια από αυτά δημοσιεύονται στην εφημερίδα της Λάρισας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ». 

                                                                                                         Γόννοι Λάρισας : Φλεβάρης 2022

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ

Ο Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου Κωνσταντίνος Μουτζούρης υποδέχτηκε σήμερα στην Περιφέρεια 57 μαθητές και 4 καθηγητές από το 2ο ΓΕΛ Καλυβίων, στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών...

ΧΙΟΣ

Ανακοίνωση Συλλόγου Δικαστικών Υπαλλήλων Χίου ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ ΣΤΙΣ 24 ΑΠΡΙΛΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΥ “ΚΑΤΑΡΓΕΙ” 113 ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ! ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΝΑ...

ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

Ανακοίνωση ΛΑΣ Δήμου Χίου Δεν περιμέναμε τίποτα το διαφορετικό από το δήμαρχο της Χίου στο ταξίδι του στις ΗΠΑ, προσκαλεσμένος της ομογένειας , από...

ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ

Ο Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου Κωνσταντίνος Μουτζούρης υποδέχτηκε σήμερα φοιτητές δημοσιογραφίας από το Πολιτικό ίδρυμα  Konrad – Adenauer Stiftung (KAS) της Γερμανίας, κατόπιν αιτήματος των...

Advertisement