Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

«Μια κόκκινη κορδέλα για την Άννα»

Του Κωνσταντίνου Βολάκη

Διήγημα

«Πρέπει κάποτε να τα βγάλω αυτά από εδώ μέσα.. άντε, παράγινε το κακό μου» μουρμούρισα για χιλιοστή φορά νευριασμένος, προσπαθώντας να βολέψω τις σακούλες με τα ψώνια, δίπλα σε πλαστικές παντόφλες, ρακέτες, μπάλες, ψάθες, πολυθρόνες, βατραχοπέδιλα και ομπρέλες θαλάσσης. Όλα παρατημένα απ’ το καλοκαίρι στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, ενώ πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και σίγουρα, το βραβείο της νοικοκυροσύνης θα το έχανα! Ακούστηκε δίπλα μου μια γυναικεία φωνή.

–Καλημέρα σας. Μπορώ να πάρω το καρότσι κύριε; Ορίστε το κέρμα σας. Τελειώσατε έτσι δεν είναι;

–Βέβαια βέβαια, καλημέρα σας, να το πάρετε, απάντησα χτυπώντας το κεφάλι μου στο καπό απ’ τη βιασύνη να σηκωθώ και να φανώ ευγενικός.

Ωωωχ... που να πάρει και να σηκώσει… μου ξέφυγε άθελα ένα βογκητό που έστειλε την προσδοκώμενη ευγένεια να πάει περίπατο.

–Χτυπήσατε κύριε; Συγνώμη εγώ φταίω, αν δεν σας μίλαγα…

–Μπα, δεν φταίτε εσείς κυρία μου, καταφέρνω να τα κάνω χάλια και χωρίς της βοήθεια σας, απάντησα  προσπαθώντας να χαμογελάσω, τρίβοντας το πονεμένο κεφάλι μου και κοιτώντας τον ουρανό σαν να έλεγα του Θεού, «Εμείς οι δυο θα λογαριαστούμε κάποτε».

Χαλάλι το ανερχόμενο καρούμπαλο γιατί μπροστά μου στεκόταν μια όμορφη, περιποιημένη, ώριμη γλυκιά κυρία. με υπέροχο σώμα για την ηλικία της και με ένα πρόσωπο πανέμορφο που… γνώριζα!

–Κύριε… Κωνσταντίνε… συγνώμη… Κωνσταντίνο δεν σας λένε;

Την κοίταξα κι η γη σταμάτησε να κινείται. Ήταν η Άννα! Ναι, ναι Θεέ μου, ήταν η Άννα!

–Εάν σας λένε κι εσάς Άννα της είπα με ταραγμένο χαμόγελο, τότε ναι, εγώ είμαι ο Κωνσταντίνος.

–Θεέ μου πόσα χρόνια, πόσα χρόνια! Ναι Κωνσταντίνε, η Άννα είμαι!

Μείναμε κι οι δυο μας για λίγο ακίνητοι, σαν να περιμέναμε να πάρει βαθύ ύπνο το σύμπαν κι εμείς να φοβόμαστε μην το ενοχλήσουμε. Φυσικά, μετά από λίγα δευτερόλεπτα χαρούμενης και δειλής αναμονής, αγκαλιαστήκαμε.

–Τι κάνεις; Πες μου παντρεύτηκες; Έκανες παιδιά; Έχεις εγγόνια; Πού ζεις; Λαχανιάσαμε από τις ερωτήσεις κι οι δυο μας ενώ οι χτύποι της καρδιάς μου ίσως να ακούγονταν μαζί με τη φωνή μου. Σταματήσαμε ταυτόχρονα, γελώντας!

–Έλα Άννα, ένας – ένας, να συνεννοηθούμε. Άντε, πάμε να το πιάσουμε ξανά απ’ την αρχή.

–Έχεις δίκιο. Αλλά έχουμε τόσα πολλά να πούμε. Εσύ παντρεύτηκες; Έχεις παιδιά, εγγόνια;

–Έχω δύο γιους, έχω και εγγόνια αλλά χήρεψα και ζω μόνος μου.

–Ω, λυπάμαι Κωνσταντίνε, δεν ήξερα…

–Δεν πειράζει… Εξάλλου πάει αρκετός καιρός, Δέκα χρόνια.

–Δουλεύεις;

–Όχι συνταξιοδοτήθηκα. Πες μου όμως για σένα.

–Και γω χήρεψα από καιρό και γω είμαι μόνη μου. Έχω μια κόρη που μου έκανε και μια εγγονή. Κι εγώ έχω πάρει πια σύνταξη.

–Α, μπράβο, μπράβο, να σου ζήσουν και η κόρη σου και η εγγονή σου!

–Σ’ ευχαριστώ! Και σένα τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου!

Μεσολάβησαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής που συνοδεύτηκαν με λίγο τρέμουλο των χεριών και πολλή αμηχανία, μέχρι που αποφάσισα ξεροκαταπίνοντας να πω κάτι όχι και τόσο πρωτότυπο και πολύ περισσότερο καθόλου, μα καθόλου έξυπνο.

–Άννα, έχεις δει ποτέ κάποιο παλιό μας συμμαθητή, ή καμιά συμμαθήτρια;

–Μπα… Όχι… Ψέματα, είδα την Διαμαντούλα πριν κάτι χρόνια στο Σύνταγμα. Εσύ;

–Κι εγώ είχα δει έναν – δυο τυχαία, πριν χρόνια… Την Διαμαντούλα είπες; Ποια Διαμαντούλα;

–Την Διαμαντούλα, δεν θυμάσαι; Αυτή, με τα πολλά σπυράκια.

–Α, ναι, την Διαμαντούλα από τη Λάρισα. Όμως τότε Άννα, όλοι είχαμε πολλά σπυράκια!

Γελάσαμε ξανά αυθόρμητα και μετά, έπεσε πάλι ησυχία. Κοίταξα αμήχανα τη μύτη του παπουτσιού μου που είχε κάπου λασπωθεί. «Φτου να πάρει…» Είπα μέσα μου. «Τώρα βρήκε κι αυτό να λερωθεί».

–Ξέρεις Άννα, είπα μαζεύοντας όσο περισσότερο κουράγιο μπορούσα, λες κι έπαιρνα φόρα να πηδήξω στη σελήνη.

–Εγώ… Να… Ήθελα… Γκρεμοτσακίστηκα! Δεν τα κατάφερα! Τσάμπα η φόρα που πήρα. Ανάθεμα τη δειλία μου. Το κουράγιο μου εξαντλήθηκε αμέσως. Με κοίταξε.

–Κάτι ήθελες να πεις…

–Θα βρέξει… –Ναι, θα βρέξει.

–Ε, τι να σου κάνει… Χειμώνας είναι…

–Σωστά χειμώνας είναι.

Παύση και σιωπή… Μεγάλη παύση και σιωπή αμηχανίας…

–Άννα

–Ναι, Κωνσταντίνε.

–Λέμε βλακείες…

–Ναι λέμε…

–Λέμε χαζά, Άννα κάνει κρύο κι εμείς… Το επιδεινώνουμε…

–Κρυώνεις; Έλα να σου σηκώσω το γιακά.

Με πλησίασε φτιάχνοντας το γιακά του μπουφάν μου και με περισσεύματα τόλμης από την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια, της κράτησα το χέρι στο στήθος μου. Δεν το τράβηξε. Την κοίταξα με την παλιά λαχτάρα, που είχε πλέον ωριμάσει με τη φωτιά που τόσα χρόνια σιγόκαιγε.

–Αννούλα δεν άλλαξες! Είσαι όπως τότε, το ίδιο όμορφη! Και τότε ήθελα να σου το πω, ήθελα να σου πω κι άλλα… Κι άλλα πολλά αλλά να…. Δεν τόλμησα… Ποτέ δεν τόλμησα…

–Δεν φταις… Ήμασταν παιδιά Κωνσταντίνε μου, δεν ξέραμε. Αργότερα κατάλαβα κι εγώ… Η ζωή όμως μας πήγε μακριά με τις επιλογές της. Με περίσσεμα παλιάς τόλμης χάιδεψα τα μαλλιά της.

–Έχεις όμορφα μαλλιά… Θέλω να πω ότι πάντα είχες όμορφα μαλλιά… Χαμογέλασε. –Κάποτε ήταν όμορφα Κωνσταντίνε, τώρα ασπρίσανε και τα βάφω.

–Και έτσι είναι πανέμορφα! Αλλά εγώ, κάτι άλλο ψάχνω.

–Τι ψάχνεις; Θα μου πεις;

–Την κορδέλα!

–Την κορδέλα; Ποια κορδέλα;

–Αυτή την όμορφη κόκκινη κορδέλα, που όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο πάντα φορούσες στα μαλλιά σου!

–Θεέ μου!… Αυτό δεν το περίμενα! Θυμάσαι την κορδέλα; Ε, είσαι ένας τρελός! Ένας απίστευτα γλυκός τρελός, Κωνσταντίνε! Μου την έβαζε η μάνα μου κάθε πρωί. Πού την θυμήθηκες; Την αγαπούσα αυτή την κορδέλα. Αλλά από ό,τι φαίνεται, άρεσε και σε κάποιον άλλο…

Της έπιασα τα χέρια και κοιτάζοντας τα μάτια της την τράβηξα πιο κοντά μου. Δεν αντιστάθηκε. Την φίλησα τρυφερά στο μάγουλο.

–Σε βεβαιώνω Αννούλα μου, εσύ και η κορδέλα σου του άρεσαν πολύ του… «κάποιου άλλου».

Αυτοκίνητα πάρκαραν άδεια και έφευγαν γεμάτα και οι πελάτες του μαγαζιού που περνούσαν μας κοίταζαν περίεργα, ίσως και με μια δόση ζήλιας.

–Μας κοιτάνε…

–Σε νοιάζει;

–Όχι καθόλου. Εσένα;

–Δεν μου καίγεται καρφάκι. Πρέπει κάποτε όμως να πάω να ψωνίσω… Αλήθεια Κωνσταντίνε, με είπες «Αννούλα μου»! Να ήξερες πόσα χρόνια είχα να τ’ ακούσω αυτό…

–Αν μου δώσεις το τηλέφωνο σου και ξανασυναντηθούμε, σου υπόσχομαι να σου το λέω συνέχεια. Ίσως και για πάντα από εδώ και πέρα αν θέλεις.

–Ε τότε, να σου το δώσω γρήγορα πριν το μετανιώσεις… Κι εσύ το δικό σου. Με χέρια που έτρεμαν άνοιξα την τσάντα μου να πάρω χαρτί και πένα, με αποτέλεσμα να πέσουν όλα κάτω. Σκύψαμε γελώντας μαζί να τα μαζέψουμε. Τα πρόσωπα μας βρέθηκαν πολύ κοντά και τα χέρια μας ακουμπούσαν. Χάθηκα στο κοίταγμα των ματιών της. Της σήκωσα το πρόσωπο και την φίλησα αργά σαν τα χρόνια που φύγανε. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και της είπα ψιθυριστά.

–Ξέρεις Άννα, νομίζω ότι οι φετινές γιορτές θα είναι διαφορετικές! Ο καινούργιος χρόνος θα με βρει να φιλώ μια ώριμη, όμορφη κυρία, που θα φορά στα μαλλιά της μια κόκκινη παιδική κορδέλα.

–Κωνσταντίνε και για μένα αυτές οι γιορτές θα είναι διαφορετικές! Την ώρα που θα αλλάζει ο χρόνος, θα με βρει να φιλώ ένα σοβαρό, γλυκύτατο ώριμο κύριο, φορώντας στα μαλλιά μου, μια κόκκινη παιδική κορδέλα.

Έφυγε με χαριτωμένα βήματα, κάνοντας μου νοήματα να πάρω τηλέφωνο. Μπήκα στο αμάξι και κάθισα, κλείνοντας τα μάτια με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο. Ο ήλιος κρυφοκοίταζε που και που ανάμεσα στα σύννεφα, βάφοντας τα κλειστά βλέφαρα μου στο χρώμα της κόκκινης, παιδικής κορδέλας!

*Από το βιβλίο διηγημάτων: «Μην κρύβεις ποτέ τις γόβες και το φόρεμα» που διατίθεται από το βιβλιοπωλείο «Πυξίδα» και κυκλοφορεί από της εκδόσεις «ΤΑΔΕ ΕΦΗ»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗ

Η BMW X5 θα είναι το πρώτο πολυτελές plug-in υβριδικό μοντέλο που θα παράγεται στη Νότια Αμερική από το τελευταίο τρίμηνο του 2024. Μετά...

ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗ

Με απολύτως ισορροπημένες αναλογίες, αισθησιακή σχεδίαση με προσοχή στη λεπτομέρεια, την τελευταία γενιά MBUX και μια σειρά εκδόσεων κινητήρων και εξοπλισμού που μπορούν να...

ΧΙΟΣ

Στο πλαίσιο της Αξιολόγησης σχολικών μονάδων και στον άξονα Σχέσεις σχολείου – οικογένειας εκπονήθηκε Σχέδιο Δράσης για το Γυμνάσιο Κάμπου με θέμα: ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ...

ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ

Ο Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου Κωνσταντίνος Μουτζούρης υποδέχτηκε σήμερα στην Περιφέρεια 57 μαθητές και 4 καθηγητές από το 2ο ΓΕΛ Καλυβίων, στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών...

Advertisement