Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

ΡΑΦΤΡΕΣ ΚΥΡΙΩΝ: Μοδίστρες και μοδιστρούλες της Χίου (Πορτρέτα)

Γράφει και επιμελείται η Βάσω Κριτάκη

 

 ΠΟΡΤΡΕΤΑ – Μαρία Φουρτούνα Λιτσάκη

Μια αξιοσέβαστη κυρία- “δέσποινα” του Κάμπου σήμερα, είναι η μοδιστρούλα των Σπηλαδίων του χθες. Η κα Μαρία Γιάννη Λιτσάκη. Γεννημένη στα Σπηλάδια της Χίου από τον Θεοδόσιο Φουρτούνα και την Ευτυχία Χαλλιορή ήταν η μοναχοκόρη της οικογένειας, ανάμεσα στ’ αδέλφιά της, τον μακαρίτη Μανώλη και τον κ. Νίκο Φουρτούνα. Η μικρή Μαρία, αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην Στρατήδαινα του Κάμπου, φοίτησε  και δύο χρόνια στην Εμπορική Σχολή της Χίου και μετά κατευθείαν πήγε μαθητευόμενη στο ράψιμο. 

Πρώτη της δασκάλα ήταν η Δέσποινα Μονιού, στα Σπηλάδια , που φημιζόταν ότι ήταν η καλύτερη μοδίστρα του Κάμπου. Πέντε-έξι ήταν οι συμμαθήτριές της, μαθητευόμενες μοδιστρούλες. Όχι πάντα οι ίδιες, καθώς κάποιες παντρευόντουσαν και τις αντικαθιστούσαν άλλες. Οι πελάτισσες της Δέσποινας Μονιού δεν έρχονταν μόνο από τον Κάμπο. Τα κοντινά Θυμιανά, η Χώρα ακόμα και η Αμερική τα καλοκαίρια ,της “προμήθευαν” μπόλικη και καλή πελατεία. Τα υφάσματα για τα ρούχα που προορίζονταν για ράψιμο τα έφερναν από τα μεγάλα καταστήματα της Χώρας, Καράλη, Μαγγανά και  Φόρου, όπου εργαζόταν και ο αδελφός της Μαρίας μας. Το ραφείο της δασκάλας ήταν στο σπίτι της. Το ένα δωμάτιο το χρησιμοποιούσε για το μοδιστράδικο, όπου ήταν και οι μαθητευόμενες. Για τις πρόβες θεωρούσε κατάλληλο έναν άλλο χώρο, που διέθετε σκρίνιο-έπιπλο και καθρέφτη, όπου απομονωνόταν με τις πελάτισσες την ώρα της πρόβας. 

Το ωράριο των μαθητευομένων ήταν  8 το πρωί με 12 το μεσημέρι και το απόγευμα από τις 3 μέχρι το δειλινό. Με τη λάμπα πετρελαίου δούλευαν και με μηχανή ραψίματος του ποδιού. Το σίδερο, φυσικά μεταλλικό , που πύρωνε με κάρβουνα. Για να σιδερώσουν τα ρούχα χρησιμοποιούσαν ένα “ήμουδο” (ελαφρά βρεγμένο) λεπτό λευκό πανί  πάνω στο ύφασμα, ώστε να μην κάνει γιαλάδες. Για το σιδέρωμα των μανικιών χρησιμοποιούσαν το “πασχαρό”, ένα ειδικό μακρόστενο μαξιλαράκι , που τοποθετούσαν μέσα στο μανίκι. Τα βελούδα τα σιδέρωνε πάντα η δασκάλα, πάνω σε μαρμάρινη επιφάνεια ή σε ειδική “τριχιά”. Με το χέρι και το σίδερο έφτιαχναν και τον πλισσέ για τις φούστες, πριν έλθουν στη Χίο τα ειδικά μηχανήματα. Γεωμετρία για τα πατρόν οι νεαρές μοδιστρούλες δεν έμαθαν , αφού η δασκάλα τους έκοβε τα ρούχα “πρακτικά”,  ή αγόραζε πατρόν από την Αθήνα, τα οποία μάλιστα πολλές φορές δανείζονταν και άλλες μοδίστρες. Παραμονές εορτών τα νυχτέρια ( με τη λάμπα πετρελαίου πάντα), έδιναν και έπαιρναν. Μπισκότα και φρούτα η Δέσποινα Μονιού τους πρόσφερε σχεδόν καθημερινά στα σύντομα διαλείμματα. Δεν παρέλειπε όμως και να γιορτάζει τις Αποκριές μαζί τους. Ντυνόντουσαν όλες στο ραφείο κουδουνάτοι , και έτσι μεταμφιεσμένες καθώς ήταν για να μην αναγνωρίζονται πήγαιναν στα γειτονικά σπίτια και περνούσαν όμορφα με γέλια και χαρές. “Αστέρι” στη δουλειά της η δασκάλα, πολύ τυπική, αλλά και λίγο γκρινιάρα. Τη συγχωρούσαν όμως οι μαθήτριές της, γιατί αφ’ ενός  τη συμπαθούσαν πολύ και αφετέρου επειδή από “τα χέρια” της έβγαιναν τέλειες μοδίστρες .

Με νοσταλγία η κα Μαρία Λιτσάκη φέρνει στη μνήμη της εκείνα τα χρόνια που με το μπογοπάνι πήγαιναν τα έτοιμα ρούχα στις πελάτισσες, παίρνοντας και το πουρμπουάρ τους. Θυμάται και κάποιες κυρίες που μεταποιούσαν τα παλιά ρούχα τους για να τα ανανεώσουν ή τα έβαφαν σε άλλο χρώμα για να τα φορέσουν στο πανηγύρι του επόμενου καλοκαιριού, αφού τα οικονομικά τους δεν τους επέτρεπαν να αγοράσουν καινούρια. Ήταν βλέπεις ακριβά τότε τα έτοιμα ρούχα και το μεροκάματο λιγοστό. Εντύπωση της είχε κάνει μια πελάτισσα , που εργαζόταν ως υπηρέτρια στην Αμερική και ερχόταν στο ραφείο τις διακοπές της για να ράψει τα ρούχα της, φέρνοντας και πολύ όμορφα υφάσματα. Όμως δεν ήταν πάντα ρόδινη η συνεργασία με τη μοδίστρα της. Μια μέρα , αφού της έραψαν ένα φόρεμα και  το παρέδωσαν στο σπίτι της οι μαθητευόμενες, εκείνη επέστρεψε εν εξάλλω καταστάσει στο μοδιστράδικο , κατηγορώντας τη δασκάλα και τις μαθήτριες ότι… της είχαν κλέψει  το ύφασμα που τάχα μου περίσσεψε, θεωρώντας ότι αυτό που τους είχε πάει ήταν πολύ περισσότερο απ’ όσο χρειάσθηκε για το φόρεμα. Η κατάσταση με τις απαραίτητες διευκρινίσεις δεν εκτονώθηκε. Αντιθέτως …εκτοξεύτηκαν και κάμποσα “δινίσματα” (κατάρες). 

Η χαρά των κοριτσιών δεν περιγραφόταν όμως όταν έφθαναν από τα βιβλιοπωλεία , ιδιαίτερα του Χαβιάρα, τα ελληνικά φιγουρίνια μόδας. Πρώτες –πρώτες οι νεαρές τα ξεφύλλιζαν και δεν χόρταινε το μάτι τους. “Αχ και να’ χαμε τούτο, αχ και να’ χαμε το άλλο”  έλεγαν μεταξύ τους πριν τα παραδώσουν στη δασκάλα. Ήταν, βλέπετε, ακόμα μαθητευόμενες και δεν είχαν τη δυνατότητα να το ράψουν. Κι έτσι μέχρι να ράψουν μόνες τους τα δικά τους ρούχα, έτσι όπως τα ονειρευόντουσαν, χαίρονταν όταν τα  τελειοποιούσαν και τα έβλεπαν φορεμένα από τις κομψές κυρίες. Και τί δεν έραβαν για εκείνες! Από φούστες μέχρι μπλούζες και σακάκια, παλτό και ταγιέρ και από ρόμπες και νυχτικά μέχρι πουκάμισα, δαντελένια φορέματα, τουαλέτες και δεύτερα νυφικά. Οι πούλιες κεντημένες πάνω στα  φορέματα και στους γιακάδες και τις τσέπες των ταγιέρ έδιναν και έπαιρναν. Έτσι μάθαιναν και κέντημα.

“Όμορφα  χρόνια” θυμάται με νοσταλγία η κα Μαρία. Αναπολεί τις μέρες που κοίταζαν έξω από το παράθυρο τη θάλασσα στο Κοντάρι, τον Γενάρη με τις αλκυονίδες μέρες που περνούσαν στις μπουνάτσες τα γρι-γρι και τα φρέσκα ψάρια που προμηθεύονταν πρώτες –πρώτες από τους ψαράδες, οι οποίοι ξεφόρτωναν τα πανέρια τους εκεί. Με τις συμμαθήτριες και τις φίλες της βγαίνανε συχνά, κυρίως τα Σάββατα, βόλτα στον αμαξωτό δρόμο της Παναγίας Αγιοδεκτεινής και περπατούσαν μέχρι το γήπεδο του Κάμπου και το  Γηροκομείο , όπου έκαναν ποδήλατο αρκετά άτομα από την πόλη και τη γειτονιά. Πού και πού κανένα σινεμαδάκι και τις Κυριακές απαραίτητα Εκκλησία. Κάποια απογευματάκια απολάμβαναν την παστούλα τους στο ζαχαροπλαστείο Κοντούδη στην Απλωταριά, και όλα αυτά μέχρι το δειλινό, όπως όριζαν για τα κορίτσια οι συνήθειες της εποχής. Η δύση δεν έπρεπε να τις βρει μόνες στο δρόμο. Οικογενειακά, εκτός από τις βεγγέρες στο σπίτι, έβγαιναν για ουζάκι και μεζεδάκι στα ταβερνάκια το καλοκαίρι και τα χειμωνιάτικα κρύα βράδια το απολάμβαναν δίπλα στο μαγκάλι.  

 Αργότερα ο αδελφός της κας Μαρίας, ο κ. Νίκος Φουρτούνας, που εργαζόταν σε υφασματάδικο, γνώρισε την ονομαστή μοδίστρα Αλεξάνδρα Λουτράρη και έστειλε τη νεαρή Μαρία εκεί για να ολοκληρώσει τη μαθητεία της στο ράψιμο, στην πόλη πλέον, στη Χώρα. Στο μοδιστράδικο αυτό έμεινε περίπου οκτώ μήνες. Το ραφείο της Αλεξάνδρας ήταν τότε σε ένα αρχοντικό στον Καινούριο Δρόμο(οδ. Κουντουριώτου). Ο επάνω όροφος του όμορφου σπιτιού ήταν η οικία της  και το ισόγειο το μοδιστράδικο. Πάμπολλες οι πελάτισσες όχι μόνο από την πόλη και τα χωριά, αλλά και από τις Οινούσσες. Κατέφθαναν και από την Αθήνα, όταν έρχονταν στη Χίο για τις διακοπές τους. Άσε που έδιναν και περισσότερο πουρμπουάρ. Οι μαθήτριες εκεί ήταν περισσότερες. Δώδεκα με δεκαπέντε, θυμάται η κα Λιτσάκη. Εξαιρετική στη δουλειά της η Αλεξάνδρα, αλλά πολύ αυστηρή και φωνακλού. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της. Είχε όμως μηχανή του ποδιού. Τα αξεσουάρ για τα ρούχα που έραβαν τα αγόραζαν από τα ψιλικατζίδικα της Απλωταριάς, κυρίως από του Λιόλιου, του Μελέκου και του Τζώρτζη Ανδρεάδη, που διέθεταν όμως και διάφορα υφάσματα και εσώρουχα και διάφορα άλλα είδη. 

   

Και επειδή οι παλιές αγάπες δεν ξεχνιούνται επέστρεψε στο παλιό ραφείο της Δέσποινας Μονιού, όπου πλέον ήταν “πληρωτικιά”, δηλαδή το έβγαζε το μικρό της μεροκάματο. Άσε που το πήγαινε –έλα από το μοδιστράδικο στο σπίτι εξασφάλιζε και το πόσιμο νερό της οικογένειας. Γιατί κάθε μέρα η Μαρία έπαιρνε και το μπουρμπούλι της και στον γυρισμό σταματούσε για να το γεμίσει στη βρύση του Στάγκαλα στα Σπηλάδια  και να το μεταφέρει δροσερό –δροσερό στο σπίτι τους. Κι έφθασε η στιγμή που η νεαρή Μαρία, δεκαεννιά-είκοσι χρονών, απέκτησε τη δική της μηχανή Singer, του ποδιού παρακαλώ, και έπιασε το ράψιμο στο σπίτι της, αποκτώντας τη δική της πελατεία και φυσικά το χαρτζιλίκι της. Ώσπου μια μέρα μια πελάτισσα από το Βροντάδο έφερε το προξενιό. Ο κ. Γιάννης Λιτσάκης, μαρμαράς το επάγγελμα το θέλει το κορίτσι. Και το πήρε με παπά και με κουμπάρο. Απέκτησαν μαζί μια όμορφη οικογένεια και δύο χαριτωμένα παιδιά,τον Μανώλη και την Ευτυχία. Το βελόνι όμως για τις πελάτισσες σταμάτησε. Τώρα πια η κα Μαρία Λιτσάκη, έραβε μόνο τα δικά της κομψά φορέματα,  γιατί της αρέσει ακόμα και τώρα να είναι πάντα “στην τρίχα”, κανένα πουκάμισο του μπαμπά  και των αδελφών της , καμιά ρομπίτσα για τη μαμά, άντε και κανένα φορεματάκι για τις φίλες και τις κουμπάρες της και φυσικά τα πυτζαμάκια και τα ρούχα των παιδιών της. Ιδιαίτερα χαιρόταν όταν η γειτονιά καμάρωνε  για τα φουστανάκια της Ευτυχούλας και τα κουστουμάκια του Μανωλάκη της. Και μεταξύ του ραψίματος και του νοικοκυριού σκάρωνε και κανένα στιχάκι και διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια της. 

Της κας Μαρίας, και συμπεθέρας μου πλέον, της αρέσει πολύ να διαβάζει και να μαθαίνει. Ακόμα και από μένα, με την ευγένεια και την αξιοπρέπεια που τη χαρακτηρίζουν,  ζήτησε να της μάθω έναν καινούριο πρακτικό και εύκολο τρόπο για να κόβει πατρόν, γιατί όπως λένε το χούι φεύγει τελευταίο.  Θα το κάνω σύντομα. Να είναι πάντα καλά και γεμάτη διάθεση να πλουτίζει τις γνώσεις της και  όχι μόνο στο ράψιμο!

   

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ

Ο Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου Κωνσταντίνος Μουτζούρης υποδέχτηκε σήμερα φοιτητές δημοσιογραφίας από το Πολιτικό ίδρυμα  Konrad – Adenauer Stiftung (KAS) της Γερμανίας, κατόπιν αιτήματος των...

ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

Ανακοίνωση ΛΑΣ Δήμου Χίου Δεν περιμέναμε τίποτα το διαφορετικό από το δήμαρχο της Χίου στο ταξίδι του στις ΗΠΑ, προσκαλεσμένος της ομογένειας , από...

ΧΙΟΣ

Ανακοίνωση Συλλόγου Δικαστικών Υπαλλήλων Χίου ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ ΣΤΙΣ 24 ΑΠΡΙΛΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΥ “ΚΑΤΑΡΓΕΙ” 113 ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ! ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΝΑ...

ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

Μαθητές και καθηγητές από το 3ο Γυμνάσιο Χαλανδρίου «Γιώργος Σεφέρης» υποδέχτηκε σήμερα 24 Απριλίου 2024 ο Αντιπεριφερειάρχης Χίου Παντελής Βρουλής στο κτήριο της ΠΕ...

Advertisement