Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

 Βιβλίο με τσαλακωμένες σελίδες

Του Κωνσταντίνου Βολάκη

Διήγημα

Συνέχεια από προηγούμενο φύλλο

Γύρισε στο τραπέζι. Είχε μισοκαθίσει, όταν τον κατέκλισε μια παρόρμηση. Σηκώθηκε, άνοιξε την τσάντα του και έβγαλε ένα αντίτυπο του βιβλίου του. Το στερέωσε στο μπουκάλι με το κρασί για να το βλέπει.  Άρχισε να τρώει αργά, να το κοιτά και να το καμαρώνει.

Τσούγκρισε το ποτήρι του στον λαιμό του μπουκαλιού. «Συγχαρητήρια» είπε στον εαυτό του «καλοτάξιδο να είναι…» Μπουκωμένος κούνησε το κεφάλι επιτιμητικά «Άντε σαν τον Αντώνη τον Σαμαράκη κάνω, που πήρε το στυλό και αφιέρωσε το βιβλίο του «Ζητείται Ελπίς» στον εαυτό του, γιατί δεν το ‘θελε κανείς». Απόσωσε το φαγητό του και άναψε ένα τσιγάρο. Ο ήλιος που έμπαινε, έπαιζε με τον καπνό και έκανε το απλό γυαλί του φτηνού κρασοπότηρου που κρατούσε, να αστράφτει με ένα χρυσαφί χρώμα απ’ το κρασί. 

Κάθισε στο μικρό γραφειάκι ανοίγοντας τον υπολογιστή του. Πήγε με λαχτάρα στα email, στο messenger, να δει αν έχει κάποιο μήνυμα. Ο κέρσορας αναβόσβηνε ρυθμικά στο κενό. Αναβόσβηνε στο ρυθμό των χτύπων της καρδιάς του. Δεν είχε τίποτα…  και σήμερα δεν είχε τίποτα. Τον έσβησε με ένα δυνατό χτύπημα στο πλήκτρο λες και του έφταιγε το μηχάνημα.  Σηκώθηκε απογοητευμένος. Πήρε το ποτήρι του, το ξαναγέμισε και στάθηκε μπροστά στο ανοικτό παράθυρο. Με μάτια κλειστά, άρχισε να απαγγέλει χαμηλόφωνα το ποιητικό απόφθεγμα, του αγαπημένου του ανατρεπτικού ποιητή και πεζογράφου, Τσαρλς Μπουκόφσκι: 

«Και να θυμάσαι τις παλιοκαραβάνες που το πάλεψαν γερά: 

Τον Χέμινγουεϊ, τον Σελίν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Χάμσουν. 

Αν νομίζεις πως αυτοί δεν τρελάθηκαν σε μικρά δωματιάκια, όπως τώρα εσύ, 

δίχως γυναίκα, 

δίχως φαΐ, 

δίχως ελπίδα, 

δεν είσαι ώριμος ακόμη.

Πιες περισσότερη μπύρα, υπάρχει καιρός. 

Κι αν δεν υπάρχει, καλά είναι κι έτσι…».

Ήπιε το υπόλοιπο κρασί, έκλεισε το παράθυρο και παίρνοντας το βιβλίο του απ’ το τραπέζι, ξάπλωσε στον καναπέ.

Το λιγοστό φως που έμπαινε σε κάθετη γραμμή απ’ την χαραμάδα του παραθύρου,  αντανακλούσε στη φωτογραφία της πεθαμένης από χρόνια γυναίκας του, που του χαμογελούσε ακουμπισμένη στο ράφι της βιβλιοθήκης, θαμπώνοντάς του τα μάτια. Σηκώθηκε αργά, πήρε το βιβλίο και στάθηκε μπροστά της. Ξεροκατάπιε βεβιασμένα, ν’ απαλλαγεί από τον κόμπο που του έσφιγγε το λαιμό. Κοίταξε σιωπηλός τη φωτογραφία νοιώθοντας τα μάτια του να βουρκώνουν. «Ορίστε κυρία μου», είπε με λυπημένο εκνευρισμό στην φωνή. «Ορίστε. Το τύπωσα». Χτύπησε τη γροθιά του στη βιβλιοθήκη. «Το τύπωσα. Διάβασέ το μπορείς; Ε, απαντά μου μπορείς; Και σου το  ‘λεγα όταν έγραφα κάτι, να το διαβάσεις…  Εσύ όμως, τι μου απαντούσες; Θυμάσαι; Ε; Τι μου απαντούσες; Θα το διαβάσω, όταν τα τυπώσεις όλα μαζί…»  Ακουμπώντας στο ράφι άρχισε να κλαίει. «Να λοιπόν που τα τύπωσα. Τα έκανα βιβλίο… Σου κάνω και αφιέρωση». Πήρε ένα στυλό και άρχισε να γράφει. -Στην αγαπημένη μου γυναί… Το χέρι του έτρεμε. Γονάτισε στο πάτωμα.  «Διάβασέ το … Διάβασέ το», έλεγε μέσα απ’ το βουβό του κλάμα. «Και σε παρακαλώ, σταμάτα να σημαδεύεις μέχρι που έχεις διαβάσει τσαλακώνοντας τις σελίδες. Και πρόσεχε τον καφέ σου μη το λερώσεις. Στο έχω πει επανειλημμένα… Έτσι καταστρέφεις τα βιβλία, δεν το καταλαβαίνεις; Μα για όνομα του Θεού αυτό το ελάττωμά σου… Μα για όνομα του Θεού… πρόσεχε και σταμάτα να τσακίζεις τις γωνίες… Υπάρχουν και σελιδοδείκτες…» 

  Άφησε το βιβλίο μπροστά στην φωτογραφία και σύρθηκε με κόπο στον καναπέ. Το κλάμα τον ηρέμησε. Νοιώθοντας κουρασμένος ξάπλωσε, αφήνοντας το σώμα του να πέσει βαρύ με ανακούφιση και αμέσως κοιμήθηκε. Τον ξύπνησαν οι αστραπές, ο θόρυβος του νερού απ’ την υδρορροή, και τα μπουμπουνητά. Έβαλε μια ζακέτα και βγήκε στην εξώπορτα. Η υγρασία τον συνέφερε. Τα σύννεφα φωτισμένα από τις λάμψεις ταξίδευαν γρήγορα περνώντας πάνω απ’ την Ακρόπολη, που έλαμπε φρεσκολουσμένη προς τον Πειραιά. Οι γκρίζες πολυκατοικίες, στιγμιαία βάφονταν άσπρες. Μπήκε στην κουζίνα, πάτησε τον διακόπτη ν’ ανάψει το φως αλλά υπήρχε διακοπή. Βρήκε ένα μισοκαμένο κερί  από παλιά Ανάσταση.  Το ‘βαλε σ’ ένα ποτήρι και τ’ άναψε. Άνοιξε τα παντζούρια. Του άρεσε να βλέπει τη λάμψη απ’ τους κεραυνούς. Άρχισε να πίνει τον κρύο καφέ που είχε μείνει στη καφετιέρα. Το φως απ΄ τις αστραπές και τους κεραυνούς άλλαζε και μεγέθυνε τις σκιές στο δωμάτιο, φωτίζοντας εκτυφλωτικά όπως το φλας παλιάς μηχανής φωτογράφου, το σκοτεινό δωμάτιο, τις ράχες των βιβλίων, το γυάλινο τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ, το γραφείο και το εξώφυλλο από το αφημένο του βιβλίο μπροστά στη φωτογραφία.

                                    ————–***************—————–

  Μέσα στο φως του πρωινού ήλιου που έκανε τις ξεπλυμένες από τη βροχή πλάκες της ταράτσας να στραφτοκοπούν, σηκώθηκε ευδιάθετος και μουρμουρίζοντας ένα ρεφρέν  από τραγούδι που του κόλλησε -και θα το ‘λεγε όλη την υπόλοιπη μέρα- καλημέρισε μια σουσουράδα που χοροπηδούσε κουνώντας την ουρά της, στο κάγκελο του στηθαίου.      

  Άρχισε να συγυρίζει τ΄ απομεινάρια του χθεσινού καφέ, φτιάχνοντας φρέσκο, το καμένο κερί, και τον αναστατωμένο καναπέ απ’ το χθεσινό ύπνο. Τακτοποίησε λίγο το μονίμως ακατάστατο γραφείο του. Ίσιωσε σχολαστικά στην βιβλιοθήκη τις ράχες των βιβλίων και τη φωτογραφία της γυναίκας του και έβαλε το βιβλίο που είχε αφήσει μπροστά της, ανάμεσα στα άλλα. Ο καλός καιρός και ο ήλιος, τον τραβούσαν μαζί τους, στην χαρούμενη μέρα. Το αποφάσισε. Θα ‘παιρνε το καφεδάκι του διαβάζοντας την εφημερίδα του, στο Θησείο.          

  Έσβησε την καφετιέρα, ξυρίστηκε και σιγοσφυρίζοντας κατέβηκε στο δρόμο, αφήνοντας το μικρό σπιτάκι του στις μυρωδιές του μισοψημένου καφέ, των απορρυπαντικών της καθαρίστριας και του τυπωμένου χαρτιού των βιβλίων. 

   Ευτυχώς! Γιατί αν κοιτούσε προσεκτικότερα, θα έβλεπε την φωτογραφία της γυναίκας του να χαμογελά πιο έντονα και το βιβλίο που της άφησε, να έχει έναν μικρο λεκέ από καφέ και για σημάδεμα… Τσαλακωμένες στη γωνία σελίδες. Και ποιος θα τον άκουγε τότε… «Γιατί ρε γυναίκα; Γιατί το κάνεις αυτό; Ορίστε, πάλι το λέρωσες… Δεν σου έχω πει χιλιάδες φορές να μη σημαδεύεις τα βιβλία τσαλακώνοντας τις γωνίες;  Για όνομα του Θεού μη το κάνεις αυτό. Υπάρχουν και σελιδοδείκτες. Αμάν πια ρε γυναίκα με αυτό το ελάττωμά σου να τσαλακώνεις τις σελίδες… Αμάν πια, με αυτό το ελάττωμα σου… Υπάρχουν και σελιδοδείκτες».

Από το βιβλίο Διηγημάτων: «Το παρόν φυλάσσετε σε θερμοκρασία δωματίου».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΧΙΟΣ

Μηταράκης: Πιο αισιόδοξος μετά την επίσκεψη του κ. Ταχιάου  Ταχιάος: Όλοι οι φορείς της Χίου να συμπράξουν στην εκτέλεση των έργων Επίσκεψη στα μεγάλα...

ΧΙΟΣ

Επιστολή προς τον Υπουργό Υποδομών & Μεταφορών κ. Ταχιάο έστειλε ο Δικηγορικός Σύλλογος Χίου με αφορμή την επίσκεψή του στο νησί της Χίου. Αναλυτικά...

ΧΙΟΣ

Ξεκάθαρο μήνυμα προς τους  εργολάβους  ότι η Κυβέρνηση δεν πρόκειται να επιτρέψει πλέον καμία ολιγωρία στα υπό εκτέλεση έργα στο νησί της Χίου, έστειλε...

ΧΙΟΣ

Σε συνέχεια των επιτυχημένων δεντροφυτεύσεων που πραγματοποιήθηκαν το περασμένο τρίμηνο, το Κοινωφελές Ίδρυμα “Μαρία Τσάκος”– Διεθνές Κέντρο Ναυτικής Έρευνας και Παράδοσης, προχωρά στην τέταρτη...

Advertisement