Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΑΠΟΨΕΙΣ

Του «Πολύ» το… «Τίποτα»

Του Κωνσταντίνου Βολάκη

 

Νουβέλα

Συνέχεια απ’ το προηγούμενο φύλλο

Αντανακλούσε ο απογευματινός ήλιος που έμπαινε απ’ το παράθυρο πάνω στα λευκά σεντόνια, κάνοντας τα μισάνοιχτα μάτια του να ξανακλείσουν θαμπωμένα.

Το μυαλό του ταξίδεψε γρήγορα πίσω, στα τελευταία γεγονότα. Τα θυμήθηκε όλα. Προσπάθησε να ανακαθίσει και ένοιωσε έναν πόνο στο χέρι του.

«Προσέξτε  σας παρακαλώ το χέρι σας, μην το κουνάτε, προσέξτε, σας έχουμε βάλει ορό».

«Τι κάνω εγώ εδώ; Τι έπαθα;»

«Μην ανησυχείτε δεν είναι κάτι σοβαρό, θα σας εξηγήσει σε λιγάκι ο γιατρός. Μια μικρή κρίση πανικού».

Είδε τη νοσοκόμα δίπλα του να τακτοποιεί το πονεμένο χέρι του πάνω απ’ τα σεντόνια.

«Πόσες ώρες κοιμάμαι; Τι ώρα είναι;»

Κοιμόσαστε πέντε ώρες», του χαμογέλασε. Είναι εξήμισι το απόγευμα». 

«Ω θεέ  μου,» είπε με απόγνωση βάζοντας το ελεύθερο χέρι του στο μέτωπο. «Θα έπρεπε τώρα να ήμουν στο Αμβούργο. Να ετοιμάζομαι για το αυριανό meeting και μεθαύριο να πέταγα για την Μπανγκόκ και την επομένη για…»

«Αφήστε τη δουλειά να περιμένει σας παρακαλώ. Τώρα προέχει να βάλετε αυτό το θερμόμετρο και να σας πάρω την πίεση σας», τον διέκοψε με αυστηρό ύφος.

Υπάκουσε αναστενάζοντας. Μια ένεση που βύθισε η νοσοκόμα στον μπουκάλι με τον ορό, έκανε σε λίγο τα βλέφαρά του να βαρύνουν.

Το εξιτήριο το πήρε το επόμενο μεσημέρι, μαζί με λίγα φάρμακα και τις συμβουλές του γιατρού για ξεκούραση.

Στο ταξί που τον επέστρεφε στο σπίτι του, οι συνηθισμένες εικόνες που περνούσαν  απ’ τα τζάμια έδειχναν διαφορετικές, πρωτόγνωρες. Τις κοιτούσε με λαχτάρα μικρού παιδιού. Οι τελευταίες ανατροπές που έζησε, τον είχαν αλλάξει. Ήταν ένας νέος Ιάσων που μόλις είχε γεννηθεί. Στο σπίτι έφαγε ένα ελαφρύ δείπνο, έκανε ένα χαλαρωτικό μπάνιο και βυθίστηκε, σ’ έναν απολαυστικό ύπνο χωρίς όνειρα.

Το επόμενο πρωινό σηκώθηκε ευδιάθετος. Έκανε την πρωινή του τουαλέτα και πήρε τηλέφωνο στην εταιρεία του, ζητώντας να μιλήσει μ’ έναν συνάδελφό που είχε μαζί του περισσότερη οικειότητα. Έμαθε, ότι είχαν έρθει στο νοσοκομείο και είχαν ενημερωθεί για την ασθένειά του, που ο γιατρός, την περιέγραψε ως καθαρά ψυχολογικό στρες,  προερχόμενο από χρόνιο άγχος και υπερκόπωση. Αυτό, ήταν το αίτιο της κατάρρευσης. Τον ενημέρωσε ότι του έδωσαν τρίμηνη άδεια με όλες τις αποδοχές και τα έξοδα που θα έκανε και που βέβαια, όπως και άλλοτε επανειλημμένα του είχε προταθεί, αλλά εκείνος αρνιόταν. Αναγνώριζαν, του είπε, την προσφορά του και την απόδοσή του και επέμεναν ασυζητητί τώρα, να δεχτεί. Αστειευόμενος μάλιστα του είπε, ότι μην τολμήσει να πατήσει το πόδι του νωρίτερα, γιατί αγοράσαν επίτηδες κάτι σκυλιά για αυτόν και έχουν εντολή οι security, να τα αμολήσουν αν εμφανιστεί, επάνω του.

Στην καφετέρια της Βαρυμπόμπης που προτιμούσε, παρήγγειλε τον καπουτσίνο του και αφέθηκε χωρίς καμιά σκέψη,  μετά από πολλά χρόνια, στη μυρωδιά των πεύκων, στο φως του ήλιου που τρεμόπαιζε ανάμεσα στα κλαδιά και στο τραγούδι των τζιτζικιών, λες και τα ζούσε για πρώτη φορά.

«Καλημέρα Ιάσονα. Κερνάς καφεδάκι;»

Η φωνή και η παρουσία του άγνωστου άνδρα κοντά του τον έκαναν να απομείνει για λίγο άφωνος. 

«Όχι ξανά» μουρμούρισε απελπισμένος, βαστώντας το κεφάλι του. «Όχι ξανά. Αυτή τη φορά Θεέ μου δεν θα το αντέξω»…

Ο άλλος χαμογέλασε και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

Αυτό το άγγιγμα και η παρουσία, δεν του έφερε την παλιά δυσφορία που του προκαλούσε μέχρι τώρα, αλλά αντίθετα, η αίσθηση του αγγίγματος και της παρουσίας ήταν πολύ θετική. Μ’ ένα περίεργο τρόπο, τον γέμισε δύναμη, καλυμμένη μ’ ένα αίσθημα ευφορίας και αισιοδοξίας.

«Λοιπόν Ιάσων, τι κάνεις;  Δεν σε βλέπω να χαίρεσαι και πολύ που με βλέπεις; Κάνω λάθος;» Ακουμπώντας στο τραπέζι μια τυλιγμένη εφημερίδα και ένα ασημένιο μπρελόκ με κοντή αλυσιδίτσα, τράβηξε το ελεύθερο κάθισμα και κάθισε απέναντί του.

Δεν του απάντησε. Παίρνοντας βαθιές ανάσες, προσήλωσε το βλέμμα του σε μια συστάδα δέντρων που κάθονταν μια παρέα παιδιών, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος και να ηρεμήσει.

Πέρασε λίγη ώρα σιωπής.

Σηκώθηκε να φύγει, κάνοντας νόημα στο σερβιτόρο να τον πληρώσει.

«Φεύγεις; Κρίμα… Κι εγώ ήρθα ν’ απαντήσω στα πολλά ερωτήματά σου… Αλήθεια, δεν έχεις καθόλου περιέργεια;»

Τον κοίταξε. Δεν ήταν ο χθεσινός αντιπαθητικός άγνωστος. Απέναντί του καθόταν ένας αρκετά όμορφος άντρας, περίπου στην ηλικία του και μάλιστα, του έμοιαζε καταπληκτικά.

Ο σερβιτόρος ήρθε κοντά τους. Ξανακάθισε, λέγοντας. «Πάρτε παραγγελία από τον κύριο σας παρακαλώ».

«Έναν καφέ θα ήθελα. Ακριβώς τον ίδιο που έχετε σερβίρει και στον κύριο».

«Ώστε έχουμε και τα ίδια γούστα βλέπω;»

«Α, αγαπητέ μου Ιάσονα και όχι μόνο,» γέλασε δυνατά, «ταιριάζουμε σε πολλά, σε πάρα πολλά».

Τον παρατήρησε. Είχε δίκιο. Ακόμη και το ντύσιμό του ήταν ίδιο με το δικό του.

«Λοιπόν, θα μου εξηγήσεις ποιος είσαι, πως σε λένε, γιατί με ακολουθείς, τι θέλεις από μένα;

«Ένα, ένα σε παρακαλώ, ένα ένα». Γέλασε ανοιχτόκαρδα. Θα σου απαντήσω σε όλα με την σειρά, κάνε λιγάκι υπομονή. Δεν με ανακρίνεις φαντάζομαι. Μια φιλική συζήτηση ήρθα κάνουμε. Έτσι δεν είναι;»

Έτσι ήταν. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, αυτός ο χθεσινός αντιπαθητικός άντρας, που δεν φαινόταν στους καθρέπτες, που εμφανίστηκε έχοντας δίπλα την πεθαμένη από χρόνια μητέρα του, που τον έβλεπε μόνο όποιος αυτός επέλεγε, που η παρουσία του, τον είχε κάνει να χάσει το ταξίδι του και να καταλήξει στο νοσοκομείο, γινόταν σιγά σιγά,  ένας συμπαθής φίλος. Ένας φίλος, που χαιρόταν την παρουσία του και δεν θα ήθελε να την αποχωριστεί.

«Θα απαντήσω στα ερωτήματά σου Ιάσονα. Τα γνωρίζω και θα σου απαντήσω σε όλα. Εξάλλου, με όλα αυτά που τράβηξες, δικαιούσαι μια απάντηση. Βέβαια, πολλά θα σου φανούν περίεργα, δεν θα τα πιστέψεις, αλλά σε βεβαιώ, είναι αλήθεια. Η μόνη αλήθεια.  Η μόρφωσή και η πείρα σου είμαι σίγουρος ότι σου παρέχουν την δυνατότητα να μπορείς να ξεχωρίσεις την αλήθεια από το ψέμα. Απάντησέ μου όμως σε κάτι σε παρακαλώ. Είσαι βέβαιος, ότι αυτό που εσύ τώρα βλέπεις, το ίδιο ακριβώς και με τον ίδιο τρόπο βλέπει και ο άλλος; Ή αυτό που για σένα είναι καλό, είναι σίγουρα καλό και για τον άλλο; Έχεις ποτέ αναρωτηθεί, αν είσαι σίγουρα ζωντανός  και όχι ένας πεθαμένος που ζει κάποιο όνειρο και κάποτε θα ξυπνήσει σε μια άλλη πραγματικότητα; Μη στεναχωριέσαι, δεν περιμένω απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα».  

Απ’ τον καφέ που μόλις είχε σερβιριστεί, ήπιε μια γουλιά και τον κοίταξε, γέρνοντας προς το μέρος του.

«Ρωτάς ποιος είμαι, τι θέλω, γιατί σε ακολουθώ. Αγαπητέ μου, δεν το έχεις καταλάβει; Είμαι οι επιλογές σου. Είμαι εσύ. Εσύ Ιάσων, εσύ, απέναντι στους άλλους. Εσύ με ντύνεις, εσύ με ομορφαίνεις, εσύ με κάνεις χαρούμενο ή δυστυχισμένο και εγώ απλά σε ακολουθώ. 

Σε ακολουθώ, με το μαύρο μπλοκάκι μου που γράφει τις μέρες σου  και με το μαύρο στυλό που εσύ μου δίνεις, κάθε στιγμή τις σβήνω, τις μουτζουρώνω, να μην φαίνονται, στις αφαιρώ μια, μια, μέχρι να μείνει το άχρηστο, τσαλακωμένο εξώφυλλο.. και Ιάσωνα φίλε μου, σε πληροφορώ, ότι απ’ το δικό σου μπλοκάκι είχε μείνει, μια τελευταία λευκή σελίδα».

Μια παιδική μπάλα χτύπησε το τραπέζι τους, χύνοντας λιγάκι τους καφέδες κι ένα σγουρόμαλλο αγοράκι, με πασαλειμμένο το προσωπάκι του από υπολείμματα παγωτού, ήρθε να την πάρει με φοβισμένα ματάκια.

«Είδες τι έκανες με την απροσεξία σου; Ζήτα αμέσως συγνώμη απ’ τους κυρίους». Ακούστηκε αγχωμένη η φωνή του πατέρα του, που το ακολουθούσε. .

«Μη μαλώνετε το παιδί σας παρακαλώ», είπε ο Ιάσωνας. «Μην το μαλώνετε, δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο. Είχαμε τελειώσει τους καφέδες μας».

«Δεν μου λες Ιάσονα,» του είπε χαμογελαστά όταν πατέρας και γιος απομακρύνθηκαν. «Βλέποντας αυτό το μικρο, θυμήθηκα την συζήτηση που είχαμε στο αεροδρόμιο όταν τα παιδιά γελώντας και με φασαρία, πήγαιναν την πενθήμερη εκδρομή τους στη Ρόδο. Θυμάσαι;» Έσκυψε το κεφάλι και ρίχνοντας του ένα γρήγορο βλέμμα, το κούνησε αρνητικά. «Θυμάσαι και πολύ καλά μάλιστα, αλλά μου λες ψέματα. Ας είναι… τα είχες χαρακτηρίσει επιπόλαια, γιατί μονο και μόνο, σαν παιδιά έκαναν φασαρία. Είχες πει, ότι δεν θα έχουν καμιά επιτυχία στην ζωή τους». Τον κοίταξε επίμονα. «Θα ήθελα τη γνώμη σου και για αυτό το παιδάκι που γελά και παίζει. Μήπως κι αυτό είναι επιπόλαιο και θα γίνει ένας ακόμη φτωχός  χρεωμένος οικογενειάρχης όπως συνηθίζεις ειρωνικά να λες; Έτσι δεν πιστεύεις; 

«Ε, όχι. Δε νομίζω ότι θα γίνει έτσι. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει  η ζωή τι του επιφυλάσσει…»

«Πολύ σωστά Ιάσονα, μπράβο, πολύ σωστά. Γιατί σε πληροφορώ ότι αυτό το παιδάκι θα γίνει ένας μεγαλοδικηγόρος και το ένα του παιδί θα έχει το όνομα του πατέρα του. Του πατέρα που είδαμε σήμερα και που θα πεθάνει σε ευτυχισμένα βαθιά γηρατειά, τριγυρισμένος από ανθρώπους που αγάπησε και τον αγαπούν».

Έπεσε σιωπή. Τα λόγια που έφτασαν στ’ αυτιά του είχαν σκεπάσει κάθε άλλο θόρυβο. Ένιωσε στα μάτια του να τρέχουν καυτά δάκρυα. Πήρε την χαρτοπετσέτα απ’ τον καφέ και σκουπίστηκε. Έβηξε να φύγει ο κόμπος που τον έπνιγε κι η φωνή του ακούστηκε βραχνιασμένη όταν τον ρώτησε.

«Και μετά; Πες μου σε παρακαλώ, μίλαγες για κάποιο μπλοκάκι… Δεν μου απάντησες σε όλα. Εσύ γιατί ήρθες σε εμένα; Γιατί η μάνα μου ήταν δίπλα σου;»

Σήκωσε το χέρι και τον σταμάτησε.

«Θα σου απαντήσω». Κοίταξε γύρω του. «Είναι τόσο όμορφα εδώ! Δεν πιστεύω να βιάζεσαι;»

Δεν του απάντησε. Ανάπνευσε βαθιά και κατέβασε το κεφάλι.

«Η μάνα σου Ιάσονα, η μάνα σου… Δεν κατάλαβες;» Του σήκωσε το κεφάλι, πιάνοντας τον από το πηγούνι και τον κοίταξε επίμονα στα μάτια.

Τον κοίταξε με αγωνία και περιέργεια.

«Η μάνα σου με τις προσευχές της, με τα λιβάνια και τα καντήλια της, αυτά που εσύ συνέχεια κορόιδευες… Η μάνα σου μ’ έστειλε κοντά σου να σε σώσω. Και η αγάπη της για σένα μου έδωσε καινούργιο μπλοκάκι».

«Η μάνα μου»…

«Ναι η μάνα σου. Για πες μου… Πιστεύεις στην δεύτερη ευκαιρία;»

«Φυσικά. Πάντα πρέπει να υπάρχει, σε όλα τα πράγματα και σε όλες τις ενέργειες».

«Γιατί;»

«Πολλές φορές από κακή εκτίμηση, ή και άλλους παρονομαστές που μας ανατρέπουν την προσπάθεια, τότε,  κάτι δεν πάει καλά και γίνεται λάθος. Αλλά μετά υπάρχει η πείρα, που για να αποδώσει το ζητούμενο, χρειάζεται την δεύτερη ευκαιρία»…

«Μου αρκεί αυτή η ερμηνεία. Έτσι έμαθες και την αποστολή μου. Σηκώθηκε χαμογελαστός τεντώνοντας τα χέρια και κάνοντας ένα γύρο γύρω από τον εαυτό του σαν να ‘θελε να ξεμουδιάσει ή να αγκαλιάσει τον κόσμο όλο.

«Φεύγεις;» Τον ρώτησε με αγωνία, απλώνοντας ικετευτικά τα χέρια σαν να ‘θελε να τον κρατήσει. Θα σε ξαναδώ;»

«Εγώ, πρέπει να φύγω και εσύ, πρέπει να ζήσεις. Και όταν λέω να ζήσεις, εννοώ, ν’ αγαπήσεις και ν’ αγαπηθείς. Να προσφέρεις χαρά, για να σου επιστραφεί. Έχεις τη δεύτερη ευκαιρία σου. Το καινούργιο σου μπλοκάκι, έχει πολλές άγραφες σελίδες που θα μου υπαγορεύεις εσύ, να τις γράφω ή να τις σκίζω».

«Ένα λεπτό. Είπες πως με έσωσες.  Τι εννοούσες;»

«Η παρουσία μου σε έσωσε. Η παρουσία μου που σε αναστάτωσε. Λυπάμαι, προσπάθησε να καταλάβεις, ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Αν απλά σου μιλούσα, δεν θα με πίστευες. Τη ζωή, την ερμηνεύουμε λογικά. Έπρεπε  λοιπόν, να σ’ εξωθήσω στα άκρα».

Τον χάιδεψε στην πλάτη και υψώνοντας το χέρι σε χαιρετισμό, απομακρύνθηκε αθόρυβα, όπως είχε έρθει.

Έμεινε μόνος.  Η φωνή του αντηχούσε αντηχούσε ακόμα στ’ αυτιά του, μπερδεμένη με το τραγούδι της φύσης και τα γέλια των παιδιών.

Η εφημερίδα, είχε ξεχαστεί διπλωμένη επάνω στο τραπέζι. Την άνοιξε. Στην πρώτη σελίδα ,υπήρχε μια σημείωση με κόκκινο μαρκαδόρο. Διάβασε για το μεγάλο, αεροπορικό δυστύχημα που είχε γίνει χθες πάνω απ’ τον Ειρηνικό. Κανένας επιζών. 

Ένιωσε τα γόνατα του να λυγίζουν και χλόμιασε. Κοίταξε τον αριθμό της πτήσης που έγραφε η εφημερίδα.  Θυμήθηκε. Ήταν η δική του. Η πτήση που έχασε με αιτία τον ξένο,  τη μάνα του, όλα αυτά…

Ανάμεσα στα πόδια του κύλισε μέσα από την εφημερίδα που κρατούσε ακόμη στα χέρια του που τρέμανε, το ασημένιο μπρελόκ του άγνωστου φίλου. 

Το σήκωσε .Έγραφε με  ανάγλυφα γραμματα στα λατινικά: -Tertium non datur- στην μια πλευρά και στην άλλη: -Δεν υπάρχει τρίτη ευκαιρία-

Ακόμη προσπαθούσε να συνέρθει όταν τον κουδούνισμα  του κινητού τον ξάφνιασε. Το έπιασε βιαστικά με αγωνία. Τον καλούσε η αδερφή του.

Της απάντησε με λαχτάρα και όταν της είπε για την απόφασή του να πάει κοντά τους, άκουσε τις κραυγές της χαράς της γελώντας, να του πονάνε το τύμπανο. Ευτυχώς δεν γνώριζε ότι θα ήταν κι εκείνος στους επιβάτες της πτήσης που έπεσε. Ούτε φυσικά για την εισαγωγή του στο νοσοκομείο.

Μετά τα απαραίτητα λόγια που ανταλλάσσουν δυο αδέλφια που έχουν καιρό να ανταμώσουν, παίρνοντας θάρρος την ρώτησε: « Η Ρηνούλα, δεν μου λες ,τι κάνει;»

«Χθες, είμαστε μαζί. Τελείωσε την ιατρική και κάνει το αγροτικό της. Αλλά δεν μου λες, πως κι εσύ ρωτάς τι κάνει η Ρηνούλα; Πως και σ’ έπιασε αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον;»

«Ε όχι και πως ρωτάω. Παλιά οικογενειακή μας φίλη είναι η κοπέλα. Μπα σε καλό σου.   Αλήθεια, δεν μου λες έχει τίποτα στην ζωή της; Εννοώ …» Κόμπιασε. Η ερώτηση   χρωμάτιζε με αγωνία τη φωνή του.

«Παντρεύτηκε κι έχει και δέκα παιδιά!» Του απάντησε ειρωνικά.  «Α, ρε βλάκα α ρε βλάκα… Θα το γεροντοκοριάσεις το κορίτσι να σε περιμένει. Αν κι εγώ, τη συμβουλεύω τη χαζή να σε βγάλει απ’ το μυαλό της και να κοιτάξει την ζωή της…»

«Εσύ καλά θα κάνεις να σταματήσεις τις συμβουλές, ακούς;» Την διέκοψε με θυμό ανάμικτο με χαρά για την απάντησή της που αφορούσε την Ρηνούλα. «Δηλαδή εγώ τι κάνω; Δεν μ’ ενδιαφέρει η Ρηνούλα νομίζεις;» Το γέλιο της αδερφής του ακούστηκε χαρούμενο.

«Λοιπόν σε κλείνω, γιατί θέλω ν’ αγοράσω δώρα για όλους σας και για να ετοιμαστώ να έρθω. Καλή αντάμωση να έχουμε αδελφούλα».

«Ιάσων, θ’ αγοράσεις κάτι και για την Ρηνούλα;»

Το χαρούμενο γέλιο και των δύο σκέπασε την θετική απάντησή του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

Μήνυμα Δημάρχου Χίου κ. Ιωάννη Μαλαφή για τη Θύελλα Χαλκειούς Θερμά συγχαρητήρια στους παίκτες, τον προπονητή, τον Πρόεδρο και όλα τα μέλη του διοικητικού...

ΕΛΛΑΔΑ

Ενα απίστευτο ατύχημα σημειώθηκε το πρωί της Τρίτης 16/04 στην Π.Ε.Ο Κορίνθου – Άργους, στην Κόρινθο, όταν γερανός φορτηγού χτύπησε σε γέφυρα, με αποτέλεσμα...

ΧΙΟΣ

Στο πλαίσιο της Αξιολόγησης σχολικών μονάδων και στον άξονα Σχέσεις σχολείου – οικογένειας εκπονήθηκε Σχέδιο Δράσης για το Γυμνάσιο Κάμπου με θέμα: ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ...

ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ

Συνελήφθησαν, κατά το προηγούμενο πενθήμερο σε Λέσβο, Χίο και Σάμο, από αστυνομικούς του Τμήματος Τροχαίας Μυτιλήνης, του Αστυνομικού Τμήματος Πλωμαρίου, του Τμήματος Τροχαίας Χίου...

Advertisement